facebook twitter youtube googleplus
on/off

Ν. ΖακύνθουΒιβλία: Παραμύθι: Τα κυπαρισσόμηλα

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας γέρος κι είχε τρία κορίτσια. Ήτανε πολύ φτωχός ο κακομοίρης και κάθε μέρα μάζευε ραδίκια και τρώγανε.

Μια μέρα, εκεί που μάζευε τα ραδίκια, βρήκε τρία κυπαρισσόμηλα. Τα έβαλε λοιπόν μέσα στο σακούλι του, μαζί με τα ραδίκια, πήγε στο σπίτι του και λέει: «Να τα φυτέψουμε, να γίνουνε κυπαρίσσια».

Όταν μεγαλώσανε γίνανε και τα τρία κυπαρίσσια πολύ ψηλά. Και ήτανε ένα της κάθε μιας κοπέλας.

Μια μέρα η μεγαλύτερη, που έβλεπε την απελπισία τους, είπε: «Θ’ ανεβώ στο κυπαρίσσι μου, να φωνάξω στο Θεό, μήπως μας λυπηθεί και μας φέρει κι εμάς κάτι». Ανέβηκε λοιπόν, η καημένη, και παρακαλούσε κι έκλαιγε, που είχανε τόση φτώχια. Τότε κατέβηκε άγγελος Κυρίου και τη ρώτησε γιατί κλαίει και τι θέλει. Κι εκείνη τον παρακάλεσε να πει στο Θεό ότι έχουνε μεγάλη φτώχια, να τους λυπηθεί και να τους στείλει κάτι. Πήγε ο άγγελος, το είπε στο Θεό, και σε λίγο της έφερε μία βίτσα και της είπε: «Να τη χτυπάτε και να λέτε: “ Ό,τι σου έχει πει ο Θεός να παρουσιάσεις”».

Το κορίτσι πήρε τη βίτσα, κατέβηκε από το κυπαρίσσι και πήγε σπίτι. Εκεί τη χτύπησε πάνω στο τραπέζι και λέει: «Ό,τι σου έχει πει ο Θεός να παρουσιάσεις!» Πραγματικά, παρουσιάστηκαν αμέσως όλα τα καλά, φαγητά και λεφτά. Έτσι περάσανε καλά κάμποσο καιρό.

Μια μέρα καλέσανε τον κουμπάρο τους, που του είχανε μεγάλη υποχρέωση, να του κάνουνε το τραπέζι. Αυτός είδε το μυστικό της βίτσας και ρώτησε:

«Πού τη βρήκατε αυτή;»

«Μας την έστειλε ο Θεός».

«Να μου τη δώσετε», λέει, «να κάμω ένα τραπέζι του βασιλιά και θα σας τη δώσω πάλι».

Πραγματικά ο πατέρας των κοριτσιών του έδωσε τη βίτσα κι αυτός κάλεσε το βασιλιά. Ο βασιλιάς όμως παραξενεύτηκε κι έλεγε με το νου του: «Πώς με κάλεσε αυτός ο άνθρωπος, αφού δεν έχει τίποτα να φάμε!» Όπου, όταν πήγε, χτυπάει σε μια στιγμή τη βίτσα ο νοικοκύρης και λέει: «Ό,τι σου έχει πει ο Θεός να κάμεις!» Ο βασιλιάς τώρα είδε το μυστικό κι όταν τελειώσανε το φαγητό, του λέει:

«Να μου δώσεις τη βίτσα, να κάμω κι εγώ τραπέζι στον αυτοκράτορα».

Ο άνθρωπος του έδωσε τη βίτσα, αλλά αυτός δεν έκαμε τραπέζι στον αυτοκράτορα μόνο την κράτησε για δική του.

Λοιπόν, ας αφήσουμε τώρα όλους αυτούς κι ας πιάσουμε το γέρο, τον πατέρα των κοριτσιών. Αυτός λοιπόν πήγε στον κουμπάρο του και του γύρευε τη βίτσα του.

«Δεν την έχω εγώ. Την έχει ο βασιλιάς»,του λέει αυτός.

Πάει ο καημένος ο γέρος στο βασιλιά, να γυρέψει τη βίτσα, κι ο βασιλιάς τον έβγαλε με τις κλωτσιές απ’ το παλάτι. Κι έτσι γύρισε στο σπίτι του και τον έβρισαν κι οι θυγατέρες του κι αρχίσανε να ζούνε πάλι μέσα στη φτώχια τους. Αλλά δεν αντέχανε άλλο κι έτσι, ανέβηκε η δεύτερη θυγατέρα στο δικό της κυπαρίσσι και παρακάλεσε το Θεό να τους λυπηθεί. Και κατέβηκε πάλι ο άγγελος Κυρίου και τη ρώτησε γιατί παρακαλεί. Η κοπέλα του είπε όλη την ιστορία. Ο άγγελος τα είπε στο Θεό, κι ο Θεός τη λυπήθηκε, και της έστειλε έναν κόκορα. Της τον πήγε ο άγγελος και της είπε να του λέει: «Ό,τι σου έχει ειπωμένο ο Θεός να κάνεις». Κι ο κόκορας έκανε όλο χρυσές λίρες αντί για κουτσουλιές.

Διαβάστε περισσότερα

Γράψτε το σχόλιό σας.