Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας ψαράς και πήγαινε και ψάρευε στη λίμνη. Μία μέρα ψάρεψε ένα ψαράκι μικρό. Γυρίζει τότε το ψαράκι και του λέει: «Τι θα καταλάβεις να με τσακώσεις; Άσε με να μεγαλώσω κι έρχεσαι και με πιάνεις».
«Και πού θα σε βρω μέσα στη λίμνη;» του λέει ο ψαράς.
«Θα φωνάζεις: Νου! Νου! κι εγώ θα βγω». Αφήνει ο ψαράς το ψαράκι και πάει παρακεί να ψαρέψει. Αφού έπιασε κάτι λίγα ψαράκια, να σου κι ένα μικρό μικρό. «Ω», του λέει το ψαράκι, «τι θα καταλάβεις αν με πιάσεις ; Λεφτά θα γοδέρνεις* από μένα; Άσε με να μεγαλώσω». «Καλά, και πώς θα σε βρω, άμα μεγαλώσεις;» «Να έρθεις και να φωνάξεις: «Μυαλό! Μυαλό! κι εγώ θα βγω».
Αφήνει λοιπόν κι αυτό το ψαράκι και πάει παρακεί. Κι εκεί όμως πάλι τα ίδια. Βλέπει ένα ψαράκι. «Άσε με», του λέει κι αυτό, «να μεγαλώσω, κι έρχεσαι και με πιάνεις».
«Και πώς θα σε βρω;» «Με λένε Σουβλί, κι όταν με φωνάξεις θα βγω».
Το άφησε κι εκείνο και πήρε τα άλλα ψάρια, που είχε πιάσει, και τα πούλησε και πήρε λάδι, κρασί, ψωμί και τα πήγε στη γριά του να φάνε.
Έτσι λοιπόν περάσανε καμιά δεκαπενταριά μέρες, και σηκώθηκε ο ψαράς και πήγε πάλι στη λίμνη, χαρούμενος, πως τα ψάρια θα ήτανε πια μεγάλα. Βάζει λοιπόν τις φωνές: «Νου! Νου!» Βγαίνει τότε το πρώτο ψαράκι και του λέει: «Αν είχες νου δε θα μ’ άφηνες!» Κι έδωσε μια και χώθηκε στο νερό. «Αχ», λέει ο ψαράς, «παλιόψαρο, τι μου έκαμες!» Πάει παρακεί και φωνάζει το άλλο ψάρι: «Μυαλό! Μυαλό!» Βγαίνει κι εκείνο και του λέει: «Αν είχες μυαλό, δε θα μ’ άφηνες!» «Α! παλιόψαρο…», λέει ο ψαράς τραβώντας τα γένια του, «τι να σου κάμω που με γέλασες!» Σηκώνεται ο ψαράς και πάει στη θέση που βρήκε το τρίτο ψάρι, και φωνάζει: «Σουβλί! Σουβλί!»
«Σουβλί, σουβλί
στην πλάτη σου να μπει!»
Ε, τότε πια ο ψαράς πήρε την αποχειλωμένη του* του και γύρισε στο σπίτι του, και κάτσανε καλά με τη γριά του κι εμείς καλύτερα.
Γοδέρνω: ευχαριστιέμαι
Αποχειλωμένη: ζάρωσε, μάζεψε τα βρεμένα του