Ήτανε μια φορά μια κοπέλα, κι ήτανε πολύ μεγάλη τεμπέλα. Ποτέ της δεν έπιανε μια δουλειά να κάνει, παρά άφηνε τη μάνα της να κάνει όλες τις δουλειές.
Έτσι, περάσανε τα χρόνια και η κοπέλα μεγάλωσε κι ήρθε η ώρα της να παντρευτεί. Η μάνα της τότε τής αγόρασε μπόλικο νήμα και της είπε να κάτσει και να υφάνει κάλτσες, πουκάμισα και ρούχα για την προίκα της. Της έδωσε όμως διορία ένα χρόνο, γιατί τότε θα γινόταν ο γάμος. Η τεμπέλα άφησε να περάσει όλος ο καιρός, χωρίς να δουλέψει καθόλου. Κι όσο πλησίαζε η μέρα του γάμου κι έβλεπε πως τίποτα δεν ήταν έτοιμο, άρχισε να κλαίει μέρα νύχτα, απαρηγόρητη.
Το τελευταίο βράδυ, πριν απ’ το γάμο, εμφανίστηκαν ξαφνικά μπροστά τρεις γυναίκες. Η πρώτη είχε μια μύτη τόσο μεγάλη, που έφτανε μέχρι τα πόδια της, η άλλη είχε τεράστιο το κάτω χείλος της, που επίσης έφτανε μέχρι τα πόδια της, κι η τρίτη είχε έναν ποπό, μεγαλύτερο κι από έναν άνθρωπο. Μίλησαν λοιπόν στην κοπέλα και της είπαν:
«Είμαστε τρεις αδερφές. Τη μία τη λένε Μυτού, την άλλη Τσαχειλού και την τρίτη Κωλού. Να μη μας φοβάσαι, γιατί εμείς είμαστε οι τρεις Μοίρες, που σε μοιράναμε να είσαι τεμπέλα κι ακαμάτρα. Τώρα όμως, που παντρεύεσαι, ήρθαμε να σε βοηθήσουμε. Δώσε μας λοιπόν όλο το νήμα, να το υφάνουμε εμείς για σένα. Η μία από μας είναι κλώστρα και επειδή έπρεπε πολύ συχνά να γυρίζει το κεφάλι της δεξιά κι αριστερά και να δουλεύει και με τη μύτη, της μεγάλωσε τόσο πολύ. Η άλλη είναι ράφτρα κι επειδή έπρεπε συνέχεια να κρατάει την κλωστή στο στόμα της, μεγάλωσε τόσο πολύ το κάτω χείλος της. Κι η τρίτη είναι πλέχτρα κι επειδή έπρεπε να κάθεται συνέχεια στο σκαμνί για να πλέκει απέκτησε αυτόν τον τεράστιο ποπό».
Η τεμπέλα έδωσε το νήμα στις τρεις γυναίκες κι αυτές μέσα σε μία ώρα κάνανε όλη τη δουλειά, που αυτή έπρεπε να την κάνει σ’ ένα χρόνο.
Όταν τελειώσανε, λένε στην κοπέλα:
«Εμείς τελειώσαμε τη δουλειά και δε θέλουμε καμία αμοιβή για τον κόπο μας, παρά μόνο να μας επιτρέψεις να έρθουμε αύριο στο γάμο σου».
«Α, μα ευχαρίστως!», λέει η τεμπέλα.
Το άλλο βράδυ όλα ήταν έτοιμα για το γάμο. Ήρθανε μεγάλα αυτοκίνητα, κόσμος πολύς, και ξαφνικά έρχονται κι οι τρεις Μοίρες, πηγαίνουνε κοντά στη νύφη, τη φιλάνε και κάθονται δίπλα της. Ο γαμπρός παραξενεύτηκε και ρώτησε τη γυναίκα του, αν γνώριζε αυτές τις γυναίκες, και πώς είναι δυνατόν να είναι τόσο κοντινές της.
«Μα και βέβαια τις γνωρίζω. Είναι φίλες μου!», του απάντησε αυτή και του εξήγησε πως έγιναν τόσο άσχημες από τη δουλειά που έκανε η καθεμία.
Τότε ο γαμπρός, φοβισμένος και τρομαγμένος, λέει στη γυναίκα του:
«Πωπώ! Εγώ θέλω να έχω μία όμορφη γυναίκα κι όχι μία άσχημη! Γι’ αυτό, δε θα σου επιτρέψω ποτέ να δουλέψεις!»
Κι έτσι η τεμπέλα έζησε σ’ όλη της τη ζωή χωρίς ποτέ της να δουλέψει, γιατί έτσι το είχαν ορίσει οι μοίρες της.