Μία φορά κι έναν καιρό ήτανε μία γριά και κει που σάρωνε* πήγαινε μια σουσουράγια και της σκάλιζε τα σαρώματα*.
«Κάτσε, σουσουράγια, γιατί θα σου δώσω καμία, να σου πάρω την ουρά!» της φώναζε η γριά. Εκείνη τίποτα.
«Κάτσε, σουσουράγια, γιατί θα σου δώσω καμία να σου πάρω την ουρά!»
Τέλος πάντων, της δίνει μία και της παίρνει την ουρά. Κι η σουσουράγια άρχισε να παρακαλεί:
«Δώσ’ μου, γρία, την ουρά μου,
να πάω στα παιδιά μου».
Της λέει κι η γριά:
«Να πας να μου φέρεις βελέσι*
να σου δώσω την ουρά σου,
να πας εις τα παιδιά σου».
«Από πού;» ρωτάει η σουσουράγια.
«Από του πραματευτή».
Κινάει η σουσουράγια, πάει στον πραματευτή και τον παρακαλεί:
«Δώσ’ μου, πραματευτή, βελέσι κι εγώ βελέσι της γρίας
κι η γρία την ουρά μου
να πάω στα παιδιά μου».
Της λέει ο πραματευτής: «Να πας να μου φέρεις τυρί».
«Από πού;»
«Από τ’ αρνί».
Κινάει η σουσουράγια, πάει στ’ αρνί, και το παρακαλεί:
«Δώσ’ μου, αρνί τυρί κι εγώ τυρί του πραματευτή,
ο πραματευτής σε με βελέσι κι εγώ βελέσι της γρίας
κι η γρία την ουρά μου,
να πάω στα παιδιά μου».
Της λέει το αρνί: «Να πας να μου φέρεις χόρτο».
«Από πού;»
«Από τη γη».
Κινάει η σουσουράγια, σκύβει στη γη και την παρακαλεί:
«Δώσ’ μου, γη, χορτάρι κι εγώ χορτάρι του αρνιού
και το αρνί τυρί σε με κι εγώ τυρί του πραματευτή
κι ο πραματευτής σε με βελέσι κι εγώ βελέσι της γρίας
κι η γρία την ουρά μου,
να πάω στα παιδιά μου».
Της λέει η γη: «Να πας να μου φέρεις νερό».