facebook twitter youtube googleplus
on/off

Ν. ΖακύνθουΒιβλία: Παραμύθι: H σουσουράγια

Μία φορά κι έναν καιρό ήτανε μία γριά και κει που σάρωνε* πήγαινε μια σουσουράγια και της σκάλιζε τα σαρώματα*.

«Κάτσε, σουσουράγια, γιατί θα σου δώσω καμία, να σου πάρω την ουρά!» της φώναζε η γριά. Εκείνη τίποτα.

«Κάτσε, σουσουράγια, γιατί θα σου δώσω καμία να σου πάρω την ουρά!»

Τέλος πάντων, της δίνει μία και της παίρνει την ουρά. Κι η σουσουράγια άρχισε να παρακαλεί:

«Δώσ’ μου, γρία, την ουρά μου,

να πάω στα παιδιά μου».

Της λέει κι η γριά:

«Να πας να μου φέρεις βελέσι*

να σου δώσω την ουρά σου,

να πας εις τα παιδιά σου».

«Από πού;» ρωτάει η σουσουράγια.

«Από του πραματευτή».

Κινάει η σουσουράγια, πάει στον πραματευτή και τον παρακαλεί:

«Δώσ’ μου, πραματευτή, βελέσι κι εγώ βελέσι της γρίας

κι η γρία την ουρά μου

να πάω στα παιδιά μου».

Της λέει ο πραματευτής: «Να πας να μου φέρεις τυρί».

«Από πού;»

«Από τ’ αρνί».

Κινάει η σουσουράγια, πάει στ’ αρνί, και το παρακαλεί:

«Δώσ’ μου, αρνί τυρί κι εγώ τυρί του πραματευτή,

ο πραματευτής σε με βελέσι κι εγώ βελέσι της γρίας

κι η γρία την ουρά μου,

να πάω στα παιδιά μου».

Της λέει το αρνί: «Να πας να μου φέρεις χόρτο».

«Από πού;»

«Από τη γη».

Κινάει η σουσουράγια, σκύβει στη γη και την παρακαλεί:

«Δώσ’ μου, γη, χορτάρι κι εγώ χορτάρι του αρνιού

και το αρνί τυρί σε με κι εγώ τυρί του πραματευτή

κι ο πραματευτής σε με βελέσι κι εγώ βελέσι της γρίας

κι η γρία την ουρά μου,

να πάω στα παιδιά μου».

Της λέει η γη: «Να πας να μου φέρεις νερό».

Διαβάστε περισσότερα

Γράψτε το σχόλιό σας.