Η ψαροκεφάλη
(Ζάκυνθος)
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια γερόντισσα κι είχε ένα κοριτσάκι. Το λοιπόν, ξημέρωνε η μέρα του Ευαγγελισμού και δεν είχανε ελπίδα, έτσι για την ημέρα, ούτε ένα κόκαλο από ψάρι να βάλουνε στο στόμα τους. Λέει λοιπόν η μητέρα, όταν πλησίαζε το γιόμα: « Κόρη μου, θα πάω να διακονέψω, μήπως μου δώσουνε καμιά στάλα ψάρι, έτσι για την ημέρα».
«Πήγαινε, μητέρα μου».
Πάει σ’ ένα αρχοντικό και διακονεύει. Γυρίζει τότε η υπηρέτρια και της λέει: «Καημένη, τέτοια ώρα ήρθες! Δεν έχω παρά μία ψαροκεφάλη να σου δώσω».
«Δώσ’ μου τη, κυρά μου!»
Παίρνει η γριά την ψαροκεφάλη, την πάει στο σπίτι της, τη δίνει στην κόρη της κι αυτή την έβαλε μέσα στο συρτάρι. «Πάω, παιδάκι μου», λέει η γριά, «να διακονέψω πάλι, μήπως και μου δώσουνε και τίποτα ψωμιά, για να φάμε κι εμείς, οι αμαρτωλοί, μέρα που είναι».
Πήγε σ’ ένα άλλο αρχοντικό και λέει: «Ελεημοσύνη, κυρά!» Η υπηρέτρια της έδωσε κάτι μπουκούνια* . Τα παίρνει και τα πάει σπίτι της. Μα μόλις κάτσανε να φάνε, λέει η κόρη της: «Μητέρα! Μητέρα! Έδωσα την ψαροκεφάλη σε μια διακονιάρα που ήρθε».
«Έδωσες την ψαροκεφάλη, μωρή;» και την πιάνει και της δίνει ένα ξύλο!… Ξύλο μέρα νύχτα. Μέρα νύχτα την παίδευε, ώσπου η κοπέλα βαρέθηκε και λέει από μέσα της: «Θα πάρω των οματιών μου. Αύριο το πρωί θα φύγω από τη μητέρα μου, γιατί δεν μπορώ άλλο ν’ αντέξω». Σκέφτηκε να πάρει μαζί της ένα κουβάρι κι ένα βελόνι και τίποτ’ άλλο.
Έβαλε λοιπόν τη ρούγα εμπρός και πήγαινε, πήγαινε. Σε κείνο το δάρσιμο της ρούγας, τη νύχτα, κάθισε να ησυχάσει σ’ έναν πλάτανο, πολύ ωραίο. Έκατσε κι είδε τα ρούχα της που είχανε ξεσκιστεί από τον πολύ δρόμο κι έλεγε: «Θε’ μου, φανέρωσε ελπίδα, να κάμεις έλεος στην ερημιά που βρίσκομαι».
Ο πλάτανος ήτανε πολύ ωραίος, γεμάτος κίτρινες τσουτσουμίδες κι η κοπέλα σκέφτηκε: «Θα βγάλω το βελόνι, θα μαζέψω από τούτα τα κίτρινα λουλούδια και θα σχηματίσω μία φορεσία ολόκληρη». Έβγαλε το λοιπόν το βελόνι κι έκανε τη φορεσία. Επέταξε τα κουρέλια, φόρεσε το λουλουδένιο ρούχο, και τόσο της έστεκε, που εκείνο το μούτρο της ήτανε σαν ένα φεγγάρι από την ωραιότητα που είχε.
Στο μεταξύ, πέρασε ένα βασιλόπουλο και σαν είδε αυτό το ωραίο πρόσωπο, είπε από μέσα του: «Φάντασμα είναι!»- γιατί ήτανε και πολύ δύσκολο εκεί να πατήσουνε άνθρωποι. Έκαμε όμως θάρρο, πήγε κοντά και της λέει:
«Και πώς, κυρά μου, είσαι εδώ, σ’ αυτή την ερημιά;»
«Ήμουνα με κάτι βασιλοπούλες, όμοιές μου, κι έχασα το δρόμο και ξενερώθηκα εδώ».
«Κυρά μου, εγώ είμαι βασιλόπουλο. Έρχεσαι να πάμε στο παλάτι να σε πάρω γυναίκα μου;»
«Ό, τι ορίζεις, βασιλιά μου». Κατέβηκε απ’ τ’ άλογό του, την πήρε και την πήγε στο παλάτι, ας πούμε στην Αθήνα. Κανονιές, σμπάρα, μουζικές, φιέστες. Έφερε το βασιλόπουλο τη νύφη κι ετοιμάζανε το γάμο. Παράγγειλε να της κάμουνε την ασπρορουχία* και το νυφικό, για να στεφανωθεί την Κυριακή. Έγινε ο γάμος κι εκείνες οι φιέστες βαστάξανε οχτώ μερόνυχτα!