facebook twitter youtube googleplus
on/off

Ν. ΖακύνθουΒιβλία: Παραμύθι: Η τυχερή

Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε μία μάνα και είχε δύο θυγατέρες. Το λοιπόν μία από δαύτες όση ομορφιά είχε, τόσο οκνή ήτανε. Η άλλη ήτανε άσκημη και προκομμένη.

Μια χρονιά λοιπόν, τις παραμονές του Χριστού, ζυμώνανε χριστόψωμα, όπως όλοι οι χριστιανοί, και σε τούτο το σπίτι. Μόλις ψηθήκανε όμως τα χριστόψωμα, πήγε κρυφά η όμορφη, που ήτανε γουλόζα*, και τα έφαγε. Πάει κι η κακομοίρα η μάνα της να βγάλει μία κουλούρα να την κόψουνε, και δε βρίσκει τίποτα. Άρχισε τότε να τραβομαλλιέται , να τα βάζει με τη θυγατέρα της, που χάλαγε ο κόσμος από τη φασαρία. Φαρμάκι και αγλεούρι *της το ’βγαλε.

Εκείνη τη στιγμή έτυχε να περνάει το βασιλόπουλο της χώρας και άκουσε τις φωνές. Χτυπάει λοιπόν την πόρτα και λέει: «Γιατί κάνετε έτσι;»

Η γρία, για να μπαλώσει τη θυγατέρα της, λέει: «Ω, βασιλέα μου, ετούτη η κοπέλα θα πεθάνει από την πολλή δουλειά. Ένα ζευγάρι σκαρτσούνια* την ημέρα φινίρει*. Κι εγώ τη μάλωνα να μην κουράζεται, που είναι και τζίλιβα* στο φαΐ της». Τα έλεγε ανάποδα, γιατί αυτή εκτός από οκνή, κατάπινε και τη μελαχώνια* της. Το βασιλόπουλο την πίστεψε και λέει από μέσα του: «Μωρέ, ετούτη κάνει για μένα…». Λέει λοιπόν στη γρία: «Θέλω να πάρω τη θυγατέρα σου γυναίκα μου».

«Ευχαρίστως, βασιλέα μου, ό,τι ορίζεις».

«Θα την πάρω, αλλά με μία συμφωνία. Για ένα χρόνο θα κάτσει κλεισμένη στο παλάτι και κάθε μέρα θα μου πλέκει ένα ζευγάρι σκαρτσούνια. Έπειτα θα είναι ελεύθερη να κάνει ό,τι θέλει».

Η κοπέλα, χωρίς σκέψη, είπε «ναι» και, πραγματικά, την άλλη αυγή έστειλε ο βασιλέας τη βασιλική άμαξα και την πήρε. Της έστειλε και φορέματα, χρυσάφια, βασιλικά πράματα.

Μόλις όμως πάτησε το πόδι της στο παλάτι, την έκλεισε την κακομοίρα στην κάμαρα. Κι εκείνη άρχισε να κλαίει και να λέει: «Ω, συμφορά που με βρήκε!»

Α! λησμόνησα να σου πω πως ο βασιλέας είπε πως, αν δε του τελειώνει κάθε μέρα το ζευγάρι τα σκαρτσούνια θα τηνε σκότωνε.

Εκεί λοιπόν που έκλαιγε, πετιέται από το παραθύρι ένα πραματάκι τόσο, ένα παρλιακό*, σαν περγαλιό, ο όξω από δω χωρίς άλλο, και της λέει: «Σώπα, μην κλαις κι εγώ είμαι ’δω για σένανε. Εγώ θα σου πλέκω τα σκαρτσούνια κάθε μέρα με τη συμφωνία, να βρεις, μέχρι που να τελειώσει ο χρόνος, τ’ όνομά μου».

Εκείνη η κακομοίρα συνήρθε. Σου λέει «Τώρα γλίτωσα!» «Καλά», λέει, «έγνοια σου, θα το βρω τ’ όνομά σου». Πού να πάει ο νους της πως θα έβγαινε η ψυχή της για να το μάθει.

Αυτός, ο όξω από δω, κάθε βράδυ της πήγαινε το ζευγάρι τα σκαρτσούνια έτοιμο, τελειωμένο και τη ρωτούσε: «Το βρήκες πώς με λένε;»

Εκείνη η κακομοίρα του ’λεγε αφαντάστιχα*. Πότε Νίκο, πότε Γιώργη, πότε τίποτα.

 Διαβάστε περισσότερα

Γράψτε το σχόλιό σας.