Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας βασιλιάς, που ήταν ο μεγαλύτερος, ο πλουσιότερος κι ο πιο ενάρετος απ’ όλους τους βασιλιάδες του κόσμου. Για την καλή του συμπεριφορά και τις καλές πράξεις που έκανε ο Θεός τον αγαπούσε πολύ.
Αυτός ο βασιλιάς λοιπόν, είχε αποφασίσει να μην παντρευτεί ποτέ του.
Όσο μεγάλωνε όμως άρχισε να επιθυμεί πολύ ένα παιδάκι. Σκεφτόταν κιόλας πως, αφού δεν είχε διάδοχο, ο θρόνος του μπορεί να έπεφτε σε κακά χέρια. Μια μέρα λοιπόν, εκεί που καθότανε στενοχωρημένος κι έκλαιγε, παρουσιάστηκε μπροστά του ένας άγγελος και του είπε: «Δεν πρέπει πια να στενοχωριέσαι, γιατί σύντομα θ’ αποκτήσεις το παιδί που τόσο επιθυμείς. Κι αυτό θα γεννηθεί από τη γάμπα σου».
Πραγματικά, σε λίγο καιρό ο βασιλιάς ένιωσε τη γάμπα του να πρήζεται! Και μια μέρα, ενώ ήταν στο κυνήγι, ένα αγκάθι από ένα βάτο μπήκε στη γάμπα του και την έσκισε. Από μέσα βγήκε τότε ένα κορίτσι αρματωμένο και με κράνος στο κεφάλι. Μα πριν προλάβει ο βασιλιάς να δει και να χαρεί την κόρη του, όρμησε μία λάμια, την άρπαξε, και την πήγε σ’ ένα μεγάλο και ωραίο πύργο. Μόλις όμως το κορίτσι μπήκε στον πύργο έπεσε σε βαθύ ύπνο.
Τον ίδιο καιρό ζούσε κι ένας άλλος βασιλιάς, που είχε ένα μοναχογιό και ήθελε να τον παντρέψει. Το βασιλόπουλο αυτό είχε ακούσει για τη βασιλοπούλα, που κοιμόταν στον πύργο, πως ήταν η ομορφότερη του κόσμου και πως θα ξυπνούσε μόνο αν βρισκόταν κάποιος κοντά της, την ώρα που θα συμπλήρωνε σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες ύπνου. Γιατί έτσι μόνο θα λυνόταν τα μάγια, που της είχε κάνει η λάμια. Το βασιλόπουλο λοιπόν πήρε την απόφαση να πάει και να ελευθερώσει τη μαγεμένη βασιλοπούλα κι ύστερα να την κάνει γυναίκα του.
Πριν ξεκινήσει όμως πήγε σε μία γριά μάγισσα και της ζήτησε να τον ορμηνέψει. Κι αυτή του είπε: «Θα πάρεις μαζί σου κρέας, δημητριακά και ψείρες του πελάγου*. Μ’ αυτά να ξεκινήσεις και να προχωράς πάντα μπροστά, μέχρι να συναντήσεις την πύλη ενός πύργου που θα γράφει:
«Άτσα* ήταν η μάνα μου και βάτος η μαμή μου».
Τότε να πεις: “A, τι ωραία πύλη που είν’ αυτή!” Μετά, να κατέβεις από το άλογό σου και να την καθαρίσεις καλά, γιατί μόνο έτσι η πύλη θα σ’ αφήσει να περάσεις. Αλλιώς θα θυμώσει και θα σε σκοτώσει. Μόλις περάσεις αυτή την πύλη, θα συναντήσεις πολλά λιοντάρια, και θα ορμήσουν πάνω σου να σε φάνε. Εσύ όμως να μη φοβηθείς ούτε να κάνεις πίσω, αλλά να φροντίσεις, γρήγορα γρήγορα, να τους πετάξεις το κρέας. Μετά θα συναντήσεις αμέτρητα μερμήγκια, που κι αυτά θα πέσουν πάνω σου για να σε φάνε. Να τους πετάξεις αμέσως τα δημητριακά. Ύστερα, θα συναντήσεις ένα ποτάμι. Απ’ τα νερά του θα πεταχτεί ένα πολύ δυνατό και τρομερό ψάρι, που κι αυτό θα προσπαθήσει να σε φάει. Να του πετάξεις τις ψείρες του πελάγου. Έτσι, αφού θα έχεις ταΐσει καλά τα λιοντάρια, τα μερμήγκια και το ψάρι δε θα σε πειράξουν, αλλά θα σε βοηθήσουν κιόλας να ελευθερώσεις τη βασιλοπούλα».