Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε δυο βασιλιάδες, γείτονες. Το λοιπόν ο ένας είχε τρία σερνικά παιδιά κι ο άλλος τρεις κοπέλες.
Ο βασιλιάς με τα σερνικά παιδιά ευχαριστιότανε να πειράζει τον άλλο, γι’ αυτό, όταν πηγαίνανε στη βασιλική λέσχη και κουβεντιάζανε, του έλεγε:
«Καλημέρα, βασιλιά, με τις τρεις σου φοράδες!»
Ο άλλος, ο κακομοίρης, δεν ήξερε τι να του απαντήσει. Καθότανε λοιπόν μελαγχολικός. Ούτε να φάει ήθελε ούτε τίποτα.
Μια μέρα από τις πολλές, η μικρότερη θυγατέρα του, η Παχουλένια, που ήτανε τετραπέρατη, τον ρώτησε τι έχει. «Τίποτα δεν έχω, παιδάκι μου», της λέει εκείνος. «Μα πώς τίποτα, πατέρα; Ή θα μου πεις ή θα σκοτωθώ!»
Τι να κάμει τότε ο βασιλιάς; Έκατσε και της είπε την αιτία της στενοχώριας του. Μόλις τ’ άκουσε η Παχουλένια τσάκισε τα γέλια. «Μπα!», λέει, «γ’ αυτό πικραίνεσαι; Άμα σου το ξαναπεί να του πεις κι εσύ: “Καλημέρα, βασιλιά, με τα τρία σου άλογα”».
Οι άλλες δυο θυγατέρες του, που ακούσανε την κουβέντα, τον περιπαίζανε:
«Και γι’ αυτό ήσουνα λυπημένος; Εμείς λέγαμε πως σου στείλανε προξενιό να μας παντρέψεις, και λυπόσουνα να μας αποχωριστείς…»
Ο βασιλιάς έκαμε όπως του είπε η θυγατέρα του, η Παχουλένια. Ο άλλος βασιλιάς, που είχε τα σερνικά, μόλις άκουσε την κουβέντα, που δεν την περίμενε, θύμωσε και τσάκιζε το κεφάλι του να βρει καμιά δύσκολη υπόθεση, που να μην ξέρει πια ο γείτονάς του τι να κάμει.
Πραγματικά, σε λίγες μέρες, μόλις τον συνάντησε του λέει:
«Θέλω να μου φέρεις ένα κιλό σιτάρι αλεσμένο, που αλεύρι να ’ναι κι αλεύρι να μην είναι. Αν το φέρεις, καλά¨ ειδεμή, θα σου πάρω την καλύτερή σου χώρα».
Ο κακομοίρης ο βασιλιάς έπεσε στα μαύρα πανιά κι έτρεξε αμέσως και το είπε της Παχουλένιας.
«Μπα, πατεράκη μου, γι’ αυτό πικραίνεσαι; Ό,τι σου λέει να ’ρχεσαι να μου το λες κι έννοια σου!»
Η Παχουλένια έδωσε αμέσως διαταγή σ’ εκατό μαραγκούς να ξύσουνε τάβλες, να τις κάμουνε πριονίδια και να γεμίσουνε σακιά και να τα πάνε στο βασιλιά.
Μόλις είδε εκείνος τόσα σακιά γεμάτα, όπως τα ήθελε, πήγε να σκάσει. «Σώπα», λέει με το νου του, «και θα του πω ένα άλλο πράμα, που δε θα ξέρει τι να κάμει!»
Το βράδυ λοιπόν, εκεί που τα λέγανε στη λέσχη σα βασιλιάδες, λέει στον πατέρα της Παχουλένιας:
«Τώρα, βασιλιά, θέλω να μου φέρεις μια μπότσα* γάλα, να είναι και γάλα και να μην είναι, αλλιώς θα σου πάρω την καλύτερή σου χώρα!»
«Καλά», λέει εκείνος, ο κακομοίρης, τρέμοντας, και πάει αμέσως σπίτι του και το λέει της Παχουλένιας.