Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας βασιλιάς. Αυτός λοιπόν ξεκίνησε μια μέρα, μαζί με τους ανθρώπους του, για ένα μακρινό ταξίδι.
Μέρες και νύχτες περπατούσαν, κοιτώντας συνέχεια μπροστά, ώσπου έφτασαν σ’ ένα δάσος με πολύ ψηλά δέντρα, και κάτω από κάθε δέντρο καθόταν κι από ένα λιοντάρι. Μόλις μυρίστηκαν τους ανθρώπους τα λιοντάρια όρμησαν καταπάνω τους, για να τους φάνε. Έγινε μεγάλη μάχη κι ο βασιλιάς με τους ανθρώπους του κατάφεραν να νικήσουν τα άγρια θηρία. Πολλοί όμως απ’ αυτούς σκοτώθηκαν. Όσοι έζησαν πέρασαν το δάσος και, φτάνοντας στην άλλη άκρη, βρέθηκαν σ’ έναν κήπο που είχε μέσα τρεις πηγές. Η μία έτρεχε μάλαμα, η άλλη ασήμι και η τρίτη μαργαριτάρια. Πήραν τότε τους σάκους τους, τους γέμισαν μ’ όλα αυτά τα πολύτιμα πράγματα και σηκώθηκαν να φύγουν. Στη μέση του κήπου όμως συνάντησαν μία μεγάλη λίμνη. Όταν έφτασαν κοντά , η λίμνη άρχισε να μιλάει και να λέει: «Πώς από δω, παιδιά; μήπως ψάχνετε το βασιλιά μας;» Αυτοί τρόμαξαν πάρα πολύ και δεν απάντησαν. Τότε η λίμνη ξαναμίλησε: «Βλέπω ότι φοβάστε, αλλά να ξέρετε ότι εδώ σας έχει στείλει η μοίρα σας. Λοιπόν ο βασιλιάς μας, το φίδι το εφτακέφαλο, τώρα κοιμάται. Σε λίγα λεπτά όμως θα ξυπνήσει και θα έρθει εδώ να κάνει το μπάνιο του. Και τότε, αλίμονο σε όποιον συναντήσει μπροστά του μέσα σ’ αυτόν τον κήπο. Να ξέρετε ακόμη, πως έχει τέτοια δύναμη, που είναι αδύνατον να βρεθεί άνθρωπος να τον νικήσει. Για να σωθείτε λοιπόν πρέπει να βγάλετε όλα σας τα ρούχα και να τα απλώσετε από το παλάτι μέχρι εδώ. Έτσι ο βασιλιάς μας θα περπατάει στα μαλακά. Κι επειδή αυτό του αρέσει πάρα πολύ δε θα σας φάει. Μόνο θα σας τιμωρήσει κι ύστερα θα σας αφήσει να φύγετε».
Ο βασιλιάς και οι άνθρωποί του έκαναν όπως τους ορμήνεψε η λίμνη κι ύστερα κρύφτηκαν σε μια γωνιά και περίμεναν.
Το μεσημέρι σείστηκε η γη κι από πολλά σημεία άρχισαν να εμφανίζονται λιοντάρια, τίγρεις και άλλα άγρια θηρία, που περικύκλωσαν το παλάτι. Μετά, χιλιάδες άλλα ζώα βγήκαν από το παλάτι μαζί μ’ ένα τεράστιο φίδι, το βασιλιά τους. Το φίδι προχώρησε στα μαλακά, πάνω στα ρούχα, και όταν έφτασε στη λίμνη τη ρώτησε, ποιος είχε απλώσει αυτά τα ρούχα πάνω στο δρόμο. Η λίμνη του απάντησε ότι τα είχαν βάλει κάποιοι άνθρωποι που είχαν έρθει για να του προσφέρουν τιμές. Αμέσως το φίδι το διέταξε να τους φέρουν μπροστά του. Αυτοί πλησίασαν σιγά σιγά, γονάτισαν και του εξήγησαν πως είχαν βρεθεί εκεί τυχαία. Το φίδι τότε τους μίλησε με μία πολύ δυνατή και τρομαχτική φωνή και τους είπε:
«Επειδή μπήκατε εδώ, θα σας τιμωρήσω! Από δω και πέρα, κάθε χρόνο, θα μου φέρνετε δώδεκα κορίτσια και δώδεκα αγόρια από τη χώρα σας, να τα τρώω. Κι αν δεν το κάνετε, θα φάω όλο σας το λαό».
Μετά τους έδωσε ένα από τα ζώα του, για να τους δείξει το δρόμο να φύγουν απ’ τον κήπο, και τους αποχαιρέτησε.