Στον κεντρικό δρόμο του Χωριού λίγα μέτρα πριν την πλατεία (Πλάτσα), βρίσκεται το Αρχαιολογικό Μουσείο “Μιχάλη Μπαρδάνη”. Διαθέτει περισσότερα από 1.200 αντικείμενα πρωτοκυκλαδικής, κυρίως, εποχής (3200-2000 π.Χ.). Τα περισσότερα έχουν “αποκαλυφθεί” στις νοτιοανατολικές ακτές της Νάξου και όλα ανεξαιρέτως στα διοικητικά όρια της Απειράνθου. Μοναδικά είναι τα βραχογραφήματα της Κορφής τ’ Αρωνιού.
Χρονικό της ίδρυσης του Μουσείου
Η ύπαρξη του μουσείου οφείλεται στον κομμουνιστή, μαθηματικό Μιχάλη Μπαρδάνη, ο οποίος περί τα τέλη της δεκαετίας του ’50 ζούσε στ’ Απεράθου παυμένος οριστικά από τη δημόσια εκπαίδευση και υπό τον ασφυκτικό έλεγχο των αρχών. Οι λαθρανασκαφές και η αρχαιοκαπηλεία ήταν καθημερινό φαινόμενο κι ο Μπαρδάνης ασκώντας την προσωπική του επιρροή κατόρθωσε να πείσει τους Απεραθίτες να του εμπιστευτούν τα αρχαία που εύρισκαν στα χωράφια τους, για να μη χαθεί η πολιτιστική μας κληρονομία. Παράλληλα ο ίδιος τριγυρνούσε στα βουνά αναζητώντας και χαρτογραφώντας τις θέσεις των πρωτοκυκλαδικών νεκροταφείων, εμπλουτίζοντας έτσι το μικρό θησαυρό του.
Η πορεία του Μουσείου στο χρόνο
Το 1962, ο έφορος αρχαιοτήτων Κυκλάδων, Νίκος Ζαφειρόπουλος, επισπεύδει την ίδρυση της Αρχαιολογικής Συλλογής Απειράνθου με τα αντικείμενα του Μπαρδάνη, αφενός για να τον ενθαρρύνει να συνεχίσει τη δράση του και αφετέρου για να τον προστατεύσει από ενδεχόμενες διώξεις. Το 1963 διορίζει τη σύζυγο του Μπαρδάνη και διευθύντρια του δημοτικού σχολείου του Χωριού, Άννα Ματζουράνη, έκτακτη επιμελήτρια αρχαιοτήτων διευκολύνοντας έτσι το έργο του σεμνού και σπουδαίου Απεραθίτη.
Την ίδια χρονιά το μουσείο βρίσκει στέγη στο σπίτι της Μαίρης του Βλάση (Μαίρης Σφυρόερα-Φραγκίσκου) στην Πλάτσα, στο οποίο θα παραμείνει μέχρι το 1977, οπότε μεταφέρεται στο ενοικιαζόμενο κτήριο που στεγάζεται μέχρι σήμερα.
Το 1980, πέντε χρόνια μετά το θάνατο του Μιχάλη Μπαρδάνη, το μουσείο παίρνει τιμητικά το όνομά του, κατόπιν αιτήματος και συνεχών οχλήσεων απεραθίτικων φορέων προς το υπουργείο Πολιτισμού.
Το 2000 ο Γιάννης Φλώριου Μπαρδάνης προσφέρει στο μουσείο 135 κομμάτια πρωτοκυκλαδικής εποχής από τα οποία εκτίθενται σήμερα δύο κρατηρίσκοι που χρονολογήθηκαν μεταξύ 3000 και 2700 π.Χ.
Τα εκθέματα
Τα εκθέματα του μουσείου καλύπτουν όλες σχεδόν τις περιόδους των προϊστορικών και ιστορικών αρχαίων χρόνων. Υπάρχουν λίγα νεολιθικά αντικείμενα όπως ένας λίθινος πέλεκυς και ένας πήλινος κρατηρίσκος, από την πρώιμη κατοίκηση της Νάξου που άρχισε περί την 4η χιλιετία π.Χ.
Τα πρωτοκυκλαδικά αντικείμενα που κυριαρχούν στο Μουσείο “Μιχάλη Μπαρδάνη”, προέρχονται από μια ακμάζουσα εποχή και μια δυναμική κοινωνία με χαρακτηριστικά τη χρήση των μετάλλων, τη μεγάλη εμπορική δραστηριότητα, την ανάπτυξη της ναυσιπλοΐας και τη βαθμιαία αστικοποίηση. Στα πήλινα εκθέματα της πρωτοκυκλαδικής εποχής περιλαμβάνονται πρόχοι, σταμνίσκοι, κύπελλα και πυξίδες. Σημαντικές είναι οι δύο πρόχοι με εγχάρακτα σύμβολα. Στη μία έχει χαρακτεί το ίδιο το αγγείο, ίσως για να δηλώσει τον προορισμό του και στην άλλη το περίγραμμα ενός αποτροπαϊκού οφθαλμού.
Στα λίθινα αντικείμενα της ίδιας περιόδου περιλαμβάνονται φιάλες, με εμφανή υπολείμματα χρωματικής ουσίας, κωνικά και καλυκόσχημα κύπελλα και πυξίδες αρκετές από τις οποίες φέρουν τα πώματά τους. Τα λίθινα αυτά σκεύη κατασκευάζονταν με σμίλες και λειαίνονταν με σμύριδα.
Στο μουσείο της Απειράνθου υπάρχουν πολλά θραύσματα ειδωλίων και άμορφα μαρμάρινα ειδώλια που ως γνωστόν αποτελούν τα αντιπροσωπευτικότερα δημιουργήματα του κυκλαδικού πολιτισμού. Παριστάνουν ανθρώπινες μορφές, κυρίως γυναικείες, οι οποίες αποδίδονται είτε φυσιοκρατικά είτε σχηματικά. Ένας τύπος σχηματικών ειδωλίων είναι γνωστός ως “παραλλαγή Απεράθου”.
Τα σημαντικότερα, ίσως, εκθέματα του μουσείου είναι οι μοναδικές στο είδος τους επίκρουστες πλάκες από την Κορφή τ’ Αρωνιού, γνωστότερες ως πετρογραφήματα, βραχογραφήματα ή βραχογραφίες. Πρόκειται για πλάκες ακανόνιστου σχήματος από γκρίζο λίθο ή λευκωπό μάρμαρο που φέρουν στη μιά τους μόνο πλευρά παραστάσεις ή σύμβολα που έχουν αποδοθεί με την τεχνική της επίκρουσης. Εικονίζονται σκηνές κυνηγιού, ανθρώπινες μορφές που χορεύουν καθώς και σκηνή φιλονικίας σε πλοίο. Άλλες πλάκες φέρουν αφηρημένα γραμμικά σχέδια (σπείρες), που ερμηνεύτηκαν από τον Μιχάλη Μπαρδάνη ως σύμβολα αστερισμών και ενέπνευσαν τη μελέτη του: “Στοιχεία από τις αστρονομικές γνώσεις των προϊστορικών κυκλαδιτών”.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα εκθέματα από μέταλλο, όπως χάλκινα εργαλεία και εγχειρίδια, αργυρά κοσμήματα (βραχιόλια, δαχτυλίδι, περόνη, διάδημα) και μια αργυρή πρόχους.
Ανάμεσα στα αντικείμενα των ιστορικών και νεότερων χρόνων συγκαταλέγονται πήλινα ειδώλια, λύχνοι, νομίσματα, αγγεία, ένα άγαλμα καθιστής Κυβέλης, ένα αναθηματικό ανάγλυφο και οικόσημα που αποδεικνύουν την αδιάλειπτη ανθρώπινη παρουσία στη Νάξο από τους προϊστορικούς χρόνους.
Τα προβλήματα του Μουσείου
Λόγω στενότητας χώρου δεν εκτίθενται όλα τα αντικείμενα που διαθέτει το μουσείο. Η ανάγκη εξεύρεσης κατάλληλου χώρου αναδεικνύεται επείγουσα και επιτακτική. Η στέγαση του σε σύγχρονο κτήριο θα σημάνει τον αποχαρακτηρισμό του ως “αρχαιολογική συλλογή” και τη μετονομασία του σε “αρχαιολογικό μουσείο” κάτι που θα επιτρέψει την έκδοση εισιτηρίου και θα αυξήσει τις θέσεις εργασίας. Ο δήμος, το τοπικό συμβούλιο και όλοι οι φορείς της Απειράνθου θα πρέπει να συντείνουν τις ενέργειές τους προς αυτήν την κατεύθυνση για να γίνει το μουσείο πραγματικό καύχημα του Χωριού και ολόκληρης της Νάξου.