Για τα κάλαντα στ΄ Απεράθου γράφει στη μελέτη του ο καθηγητής του πανεπιστημίου Δημ. Οικονομίδηςτ’ ακόλουθα: «Την παραμονή των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων, μόλις σκοτεινάσει, βγαίνουν τα παιδιά κατά παρέες και λένε τα κάλαντα. Από δυο-τρεις μέρες πριν, τους έχουν πει οι μητέρες τους τα τραγούδια που θα πουν σε κάθε σπίτι. Εκτός από τα μικρά παιδιά, μετά το δείπνο βγαίνουν και οι μεγάλοι με βιολιά και τα “λένε” μέχρι το πρωί. Σε κάθε παρέα πρέπει να είναι ένας καλός στιχοπλόκος αναγνωρισμένης ποιητικής αξίας για ν’ αυτοσχεδιάζει τα δίστιχα που θα τραγουδιώνται έξω από κάθε σπίτι. Πρίν αρχίσουν τα δίστιχα, που επί τόπου αυτοσχεδιάζουν, τραγουδούν τα κάλαντα, τα συνηθισμένα δηλαδή στιχάκια, που και στα βιβλιαράκια ακόμα της Πρωτοχρονιάς μπορεί κανείς να τα βρει».
* Από το βιβλίο του ποιητή μας, λογοτέχνη και λαογράφου Νίκου Σφυρόερα “Δημοτικά τραγούδια από τ’ Απεράθου της Νάξου”, έκδοση του “Απεραθίτικου Συλλόγου”, 1983.
Η έκδοση αυτη περιλαμβάνει την αυθεντική συλλογή απεραθίτικων τραγουδιών του μεγάλου μας Απεραθίτη λογοτέχνη Ν. Σφυρόερα, όπως του τα αφηγήθηκαν συγχωριανοί μας, τον χειμώνα του 1937 στην Απείρανθο. Ένα μικρό μέρος της πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Κυκλαδικά” τα έτη 1957 και 1958.
Των Χριστου(γ)έννων*
Χριστούεννα, πρωτόεννα, πρώτη ’ιορτή του χρόνου,
οπο’ εννήθην ο Χριστός κι ήμαθε κι επορπάθειε,
κι ήβγηκε και χαιρέτηξεν όλοι τσοι ζευγολάτες:
- Καλώς τα κάνετε, ’ιωργοί, καλώς τα πολεμάτε.
Τα δέκα σας ναν’ εκατό, και τα ’κατό σας χίλια,
Και τ’ αποκοσκινίδια σας αμέτρητο λοάρι.
Καναβιτσού**
Τ’ Άϊ Βασίλη (Πρωτοχρονιάς)*
Αρχιμενιά κι αρχιχρονιά – ψηλή μου δεντρολιβανιά
κι αρχή καλός σας χρόνος – εκκλησά με τ’ άϊο θρόνος.
Αρχή πο’ βγήκεν ό Χριστός – άγιος και πνεματικός,
στη (γ)ης να πορπατήξει – και να μας καλοκαρδίσει.
Άϊς Βασίλης έρχεται – και δε μας καταδέχεται,
απού την Καισαρεία – σύ ‘σ’ αρχόντισσα κυρία.
Βαστά εικόνα καί χαρτί – ζαχαροκαδιοζυμωτή,
χαρτί και καλαμάρι – συ ‘σ’ αρχόντισσα μεγάλη.
Το καλαμάρι ντου ‘γραφε – τη μοίρα μου την ήγραφε,
και το χαρτί ντo’, ‘μίλειε – άσπρε μου, χρυσέ μου νήλιε.
- Βασίλη, α’ πόθεν έρχεσαι – και δε μας καταδέχεσαι,
κι α’ πόθεν κατεβαίνεις – και δε μάς -ε- συτνυχαίνεις;
- Απού τση μάνας μο’ ‘ρχομαι – μα (γ)ώ σας καταδέχομαι,
και στο σκολειό μου πάω – δε μου λέτε τι να κάμω;
- Κάτσε να φας, κάτσε να πιείς, κάτσε τραούδια να μας πείς,
κάτσε να τραουδήσεις – και να μας καλοκαρδίσεις!
- Μα ‘(γ)ώ γράμματα μάθαινα – και να σας πω τι πάθαινα,
τραούδια δεν ηξεύρω – και του χρόνου να σας εύρω.
- Κι απόντις1 ξέρεις γράμματα, πες μας την Άρφα-Βήτα,
νά ‘χεις τό Θεό βοήθεια.
Και στο ραβδί ντο’ ‘κούμπησε – και δε μας ετραούδησε,
να πει την Άρφα-Βήτα – κι είχε το Θεό βοήθεια.
Και το ραβδί ξερό ‘τονε, χλωρά βλαστάρια ‘πέτα,
ροδοκόκκινη βιολέτα.
Κι απάνω στα βλαστάρια του και στα περικοκλάδια του
περδίκια κελαδούσαν – τον αφέντη μας παινούσαν.
Κι όχι περδίκια μοναχά, μα και χελιδονάκια,
μαύρα μου, γλυκά ματάκια.
Και κατεβαίναν πέρδικες – γαρουφαλλιές λεβέντικες,
κι εβρέχαν τα φτερά τους,
και λούζαν τον αφέντη μας – το ρήγα, το λεβέντη μας
τον πολυχροvεμένο και στον κόσμο ξακουσμένο.
Νταμιτσομαριά**
1 απόντις=αφού
Των Φώτων*
Σήκως, κερά, να στολιστείς, να πας στ’ ά(γ)ια τα Φώτα,
στα Φώτα και στσοι α(γ)ιασμοί και στσοι χαρές του κόσμου.
Σηκώθη και στολίζουντα(ν) τρεις μέρες και τρεις νύχτες,
βάνει τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρ’ αστήθι,
και του κοράκου το φτερό βάνει καμαροφρύδι,
την όχεντρα2 την πλουμιστή κορδέλα στα μαλλιά τζη.
Τρευλογιαννού**
2 όχεντρα=οχιά
** Σημ. Συντ.: Γέροι ή γριές που μου υπαγόρεψαν τα τραγούδια στ’ Απεράθου τηα Νάξου, τον χειμώνα του 1937
Καναβιτσού: Παρασκευή Γ. Ζαφείρη, 85 χρονών τον Χειμώνα του 1937, αγράμματη.
Νταμιτσομαριά: Μαρία Ματθ. Πρωτονοταρίου, 70 χρονών τον χειμώνα του 1937, αγράμματη.
Τρευλοϊαννού: Ειρήνη Ιωάννου Δεουδέ, 92 χρονών τον χειμώνα του 1937, αγράμματη (η λαλά μου).