Ο Γάμος
Μια άλλη ευκαιρία που δίνεται για να διασκεδάσουν και να γλεντήσουν οι κάτοικοι του χωριού είναι και ο γάμος. Ο γάμος τα παλιότερα χρόνια γινόταν με προξενιό, που τα «προζύμια του πιάνονταν, στο νυφοπάζαρο», που ήταν το πανηγύρι. Οι διαπραγματεύσεις γίνονταν μεταξύ προξενητού ή προξενήτρας και του πατέρα του αγοριού. Αντικείμενο των διαπραγματεύσεων ήταν κυρίως η προίκα. Το σύνθημα ότι το θέμα του συνοικεσίου έκλεισε, δινόταν με τρεις μπαταριές πολεμικού όπλου. Η γνώμη της κόρης κυρίως δεν είχε καμία βαρύτητα στο θέμα της εκλογής του άνδρα, αφού την αποκλειστική αρμοδιότητα την είχε ο πατέρας της.
Η τελετή του γάμου άρχιζε βδομάδα πριν , όταν η υποψήφια νύφη άπλωνε στο πατρικό της σπίτι τα προικιά της, «έκθεση προίκας», για να τα δουν οι καλεσμένοι, οι οποίοι έπρεπε να τα «ασημώσουν» ρίχνοντας πάνω σ’ αυτά χρήματα και ρύζι για «ρίζωμα» της οικογένειας που θα έφτιαχναν. Τα περισσότερα προικιά ήταν μάλλινα, υφασμένα με τα ίδια τα χέρια της νύφης στον αργαλειό.
Οι προσκλήσεις των συγγενών και φίλων για να παραβρεθούν στα στέφανα, γινόταν με το «φιρφιρί» που είχε μέσα τσίπουρο, από το οποίο έπιναν και σήμαινε ότι δέχονταν το κάλεσμα. Την Πέμπτη το πρωί πήγαιναν τα κορίτσια του χωριού, συγγενείς της νύφης, στο δάσος, όπου τραγουδώντας μάζευαν ξύλα, τα οποία χρησιμοποιούσαν για το μαγείρεμα των φαγητών.
Το Σάββατο το βράδυ η νύφη είχε τραπέζι σπίτι της, όπου ακολουθούσε τρικούβερτο γλέντι με καλεσμένους μόνο από το σόι της. Από την πλευρά του γαμπρού δεν υπήρχε ούτε αντιπρόσωπος.Ανάλογο τραπέζι και γλέντι γινόταν και στο σπίτι του γαμπρού με τους δικούς του καλεσμένους, συγγενείς και φίλους. Το κυρίως όμως γλέντι γινόταν την Κυριακή το βράδυ μετά τα στέφανα με όλους τους καλεσμένους. Κάθε καλεσμένος έπρεπε να φέρει ένα δώρο και μια κουλούρα από επτάζυμο ψωμί τυλιγμένη με «μισάλι», και οι πλουσιότεροι από ένα σφαχτό, για να συμμετάσχουν στα έξοδα του τραπεζιού.
Με τις προετοιμασίες του γάμου από την πλευρά του γαμπρού ασχολούνταν οι «μπράτιμοι» και από την πλευρά της νύφης οι «μπρατίμισσες» ή με άλλη ονομασία «βλάμηδες» και «βλάμησσες». Την Κυριακή το απόγευμα συνήθως γινόταν τα στέφανα, πάντοτε στην εκκλησία και σπάνια στο σπίτι. Αν ο γαμπρός ήταν από άλλο χωριό, όταν ξεκίναγε η γαμήλια πομπή να πάει στο χωριό της νύφης, μπροστά πήγαιναν τρέχοντας καβάλα σε άλογα, τρεις τέσσερις νέοι, που λέγονταν «συχαριάρηδες» και έφερναν την είδηση του ερχομού του γαμπρού. Μεταξύ των συχαριάρηδων υπήρχε ανταγωνισμός. Όποιος έφτανε πρώτος, έπαιρνε για έπαθλο ένα μαντήλι, το οποίο κρεμούσε ανάμεσα στα άλλα μαντήλια με τα οποία ήταν στολισμένο το κεφάλι του αλόγου του. Μετά την αναγγελία επέστρεφαν για να συναντήσουν στο δρόμο τη γαμήλια πομπή. Όταν η πομπή αντίκριζε το χωριό της νύφης έριχναν ντουφεκιές και ανταπαντούσαν από την πλευρά της νύφης. Η πομπή σταματούσε μπροστά στην εκκλησία , όπου περίμεναν τον ερχομό της νύφης, ο δε γαμπρός πήγαινε στο σπίτι της.
Τη νύφη έβγαζαν στην πόρτα του σπιτιού οι δικοί της. Στο χέρι της κρατούσε ένα ποτήρι με κρασί. Έπινε απ’ αυτό τρεις φορές και ύστερα το έριχνε πίσω της για να σπάσει, συμβολίζοντας έτσι το γεγονός ότι πρέπει να ξεχάσει τις συνήθειες που ήξερε και να τις αφήσει στο πατρικό της, για να γνωρίσει και να συνηθίσει τις καινούριες. Σύμφωνα και με την παροιμία «νύφη μου όπως βρήκες και όχι όπως ήξερες». Τέλος ο γαμπρός την τράβαγε από το χέρι για να βγει έξω.
Μετά τα στέφανα και όταν τελείωνε το μυστήριο του γάμου, οι βλαμάδες (βλάμηδες) χοροπηδούσανε στηριζόμενοι στις πλάτες των νεονύμφων και λέγανε «πέντε αγόρια και μια τσούπρα».
Στην πλατεία του χωριού ακολουθούσε χορός, και πρώτος χόρευε ο νουνός το τραγούδι της «αγορούσας» που ήταν υποχρεωτικός
Αγορούσα από σειρά
Κόρη απ’ την ανατολιά
Πάησαν κι ανταμώθηκαν
μεσ’ στο δαφνοπόταμο
που ν’ οι δάφνες οι πολλές
και οι δασιές τριανταφυλλιές κλπ
Συνέχεια στο www.lipinitsa.gr