Έτυχε η χρονιά εκείνη να μπαίνει μ’ ένα γλυκύτατο Γενάρη, που θύμιζε σωστή αρχή καλοκαιριού. Ο Καιρός ήταν τόσο µαλακός οι άνεµοι τόσο ήπιοι, που τα δέντρα, ξεγελασµένα είχαν ετοιµαστεί ν’ ανοίξουν στις άκρες των κλαδιών τους τα πρώτα µάτια και τα γιδοπρόβατα έβοσκαν αµέριµνα το άφθονο δροσερό χορτάρι των βουνοπλαγιών µας, που, ποτισµένες ήλιο και φως, µοσχοµύριζαν όπως την άνοιξη. Όλο το νησί µας δοσµένο στην ευφροσύνη της καλοκαιριάς και στη χαρούµενη προσδοκία µιάς ευλογηµένης παραγωγής της καρπερής γης του, είχε γιορτάσει τις γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς µε θρησκευτική κατάνυξη, αλλά και µε κέφι και µε πολλά γλέντια.
Γιόρτασα κι εγώ τη χρονιά εκείνη, κατά τύχην ευτυχισµένος παραχειµαστής, τις µεγάλες γιορτές της Χριστιανοσύνης µαζί µε τους συγχωριανούς µου. Δεν το ξεχνώ ποτέ εκείνο το ξηµέρωµα των Χριστουγέννων, που πρόθυµα και χαρούµενα ξυπνηµένοι, κατηφορήσαµε, πριν ακόµη το πρώτο χάραµα θαµποφωτίσει τα βουνά, προς τη µεγάλη µας Εκκλησιά µε τα λαδοφάναρα στα χέρια. Μέσα στο σκοτάδι το φως των καντηλιών της και των πολυελαίων της ακτινοβολούσε από τα χρωµατιστά της παράθυρα και µας οδηγούσε προς αυτήν, όπως το φως των άστρων τους µάγους προς το Σπήλαιο της Βηθλεέµ. Και µέσα στην ησυχία της νύχτας οι ψαλµωδίες των ιερέων και των ψαλτών ακούγονταν κατανυκτικά, πριν ακόµα µπούµε στο μεγάλo πλακόστρωτο προαύλιο της Εκκλησιάς µας.
Ύστερα η ταπεινή σύναξη των πιστών, όλοι εμείς που µας ένωνε γι’ άλλη µια φορά, γι’ άλλη µια χρονιά η αγάπη του Χριστού και το φεγγοβόληµα της ενανθρωπήσεώς του, σιγοψάλλαµε τη Γέννησή του. Κι όταν η λειτουργία ετέλειωσε, ξεχυθήκαµε στα καλντερίµια του χωριού, ανηφορίζοντας ή κατηφορίζοντας προς τις γειτονιές µας και ευχόµενοι εγκάρδια ο ένας στον άλλον. Τέλος, στα γιορτερά µας σπίτια αχνιστό φαί και µοσκοµύριστο κρασί µας περίµεναν για να θερµάνουν και να ξεκουράσουν τα κουρασµένα κάπως, µε µια γλυκειά κούραση αγρύπνιας και ορθοστασίας, σώµατά μας.
Το ίδιο χαρούµενα γιορτάσαµε και την Πρωτοχρονιά. Συναγµένοι κάτω από τα βαθειά τζάκια τωv σπιτιών µας, φάγαµε και ήπιαµε, µοιραστήκαµε τις απλές χωριάτικες πίττες µας, χαρήκαµε τις χαρές των παιδιών όταν τύχαινε να βρεθεί – και όλο τύχαινε! – στο κοµµάτι της πίττας τους το νόµισµα και σιγοτραγουδούσαµε τα κάλλαντα, που από νωρίς µας τα είχαν ψάλλει όλα τα γειτονόπουλα. Σχεδόν µας βρήκε ξυπνητούς ο παπάς µας, όταν βαθειά χαράµατα, χτύπησε βροντερά τις πόρτες για τον πρωτοχρονιάτικο αγιασµό.
•
Όµως, δυό µέρες πρίν από τα Φώτα, ο ξάδελφός µας ο Αντώνης, µας έκαµε ξαφνικά την πρόταση:
- Ξαδέλφια, τί λέτε; Έρχεστε να πάµε στο Νησί, που θα βαφτίσω ένα παιδί;
- Και δεν πάµε, ξάδελφε, συµφωνήσαµε πρόθυµα και λίγο απερίσκεπτα η σύζυγός µου κι’ εγώ.
Το Νησί είναι ένα µικρό µακρόστενο νησάκι, που γειτονεύει µε το δικό µας. Ένα πολύ µικρό νησάκι – άλλο ένα δίπλα του είναι ακατοίκητο που ολόκληρο το σώµα του το πιάνει το µάτι σου µόλις ανεβείς σε κάποια κορφή των Φαναριών, να αναδύεται µέσα από τη θάλασσα, σαν ένα κήτος ή σαν ένα καράβι χωρίς κατάρτια. Ίσως γι αυτό, επειδή είναι έτσι µικρό µπροστά στο δικό µας το νησί, που είναι µεγάλο και µε βουνά ψηλά, το λένε “Νησί”.
Το Νησί θάναι δε θάναι δυο – τρία µίλια µακρυά από τις ανατολικές µας ακτές, τις όµορφες, τις γεµάτες µικρούς χαριτωµένους κόλπους, θαλασσινές σπηλιές και χαµηλές βουνοπλαγιές κατάφορτες από λιόδεντρα και σκίνους και φίδες. Όλοι – όλοι οι κάτοικοι του Νησιού λογαριάζονται καµµιά διακοσαριά ψυχές, τριάντα – σαράντα οικογένειες. Και φυσικά είναι όλοι τους ψαράδες. Όταν είναι µπονάτσες ανοίγονται οι βαρκούλες τους γύρω – γύρω στο πέλαγος, σαν µέλισσες, για να τρυγήσουν τον ανθό της θάλασσας. Όταν είναι βαρυχειµωνιές οι άνθρωποι ξεµοχανιάζονται στο Νησί, αποκλεισµένοι από τον άλλον κόσµο, µπορεί να κάµουν και δέκα και δεκαπέντε µέρες να ξεµυτίσουν οι βαρκούλες τους. Τότες οι ψαράδες κάθονται στο χαµηλό ακροθαλάσσι, αγναντεύουν την αγριεµένη θάλασσα, πάνε κι έρχονται βαριεστισµένοι στις δυό – τρεις ταβερνούλες του νησιού και πίνουν ρακή και καπνίζουν. Και οι γυναίκες φροντίζουν τότε ακόµη πιό πολύ τα λίγα κατσικάκια τους και τις κοτούλες τους, τα µόνα ζωντανά του Θεού, που ζουν και τρέφονται πάνω στο γυµνό νησάκι και ζουν και τρέφουν µε το γαλατάκι τους και µε τ’ αυγά τους τα παιδιά του τόπου. Πάλι µπορεί να κάνω και λάθος, µπορεί εκτός από τα κατσίκια και τις κότες να κυλάει άπραγος τις µέρες του πάνω στο Νησί και κανένας γαϊδουράκος.
Σ’ αυτό λοιπόν το µικρό γειτονικό νησί, περάσαµε τη χρονιά εκείνη τη µεγάλη, τη φωτεινή γιορτή της Χριστιανοσύνης, τη γιορτή των Θεοφανίων.
•
Ώσπου να φτάσουµε από το χωριό µας στο Βόλακα, στο ακροθαλάσσι απ’ όπου “θα ρίχναµε πέρα στο Νησί”, χρειάστηκε να οδοιπορήσουµε τρεις – τέσσερις ώρες. Οι γυναίκες πήγαιναν µπροστά, καβάλλα σε δυό γαϊδουράκια, ο ξάδελφος µου κι εγώ ακολουθούσαµε πεζοπορώντας και κουβεντιάζοντας. Το πόσους ωραίους τόπους είδαµε, το πόσον ωραία βουνολάγκαδα περάσαµε, θα χρειαζόταν πολλή ώρα να το διηγηθώ. Τώρα ξαναζώ και θυµούµαι µόνο την ώρα λίγο πριν απα το δειλινό, που φτάνοντας στο ακρογιάλι, βρήκαµε τη βάρκα του µελλούµενου κουµπάρου από το Νησί να µας περιµένει στον ήσυχο κολπίσκο του Βόλακα. Πήδησε στη στεριά και µας υποδέχτηκε µε πολλή ευγένεια, αλλά και µε κάποια αδιόρατη σχεδόν στενοχώρια και δεν δέχτηκε ούτε να ξαποστάσουµε λίγο στο πετροκάλυβό µας – είχαµε εκεί κάτω ένα χτήµα – ούτε να πιεί µια ρακή.
- Πρέπει να περάσουµε το Νησί πριν µας πάρει η νύχτα… µας είπε µε σοβαρό ύφος.
Μπήκαµε λοιπόν στο βαρκούλα του κι ο κουµπάρος κι ο βοηθός του τράβηξαν κουπί να βγούµε λίγο στ’ ανοιχτά µε την ελπίδα πως ύστερα θ’ ανοίξουµε πανάκι. Όµως ο λίγος αεράκος που φυσούσε ήταν ενάντιος, ο κουµπάρος λοιπόν, ύστερα από λίγη σιγανοκουβέντα µε το βοηθό του, έβαλε γερά µπροστά να τραβά κουπί. Το ίδιο κι’ ο βοηθός. Λίγο – λίγο ο ιδρώτας άρχισε ν’ αυλακώνει τα ηλιοψηµένα πρόσωπά τους. Τώρα το ενάντιο αεράκι όλο και δυνάµωνε. Και σαν να µην έφτανε αυτό, ο κουµπάρος έπρεπε ν’ αδειάζει συνεχώς µ’ ένα µεγάλο σαρδελλοκούτι και νερό από τον πάτο της βαρκούλας του.
Τότε, όπως η νύχτα πλησίαζε κι η βάρκα όλο και περισσότερο κλυδωνίζονταν η ξαδέλφη µου, που ήταν όλως διόλου στεριανή, άρχισε να φοβάται Στην αρχή µας κοίταζε σιωπηλά κι εµείς της δίναµε κουράγιο. Ύστερα, έτρεµε πιά να κουνηθεί από τη θέση της. Ο κουµπάρος, που καταλάβαινε το φόβο της, την παρηγορούσε:
- Μή φοβάσαι, καλέ, και φτάσαµε!…
Κι αληθινά. Είχαµε πιά φτάσει στα χαµηλά πλάγια του Νησιού, εδώ κι εκεί περνούσαµε µέσα σε µικρές ξέρες προσέχοντας µη χτυπήσει απάνω τους η βαρκούλα µας. Το λίγο κύµα σπούσε πάνω τους και τις καβάλλαγε µε χαµηλό, ήρεµο παφλασµό, ήταν σαν να µιλούσε και µας βεβαίωνε πως δεν είχαµε πιά κανένα κίνδυνο.
Τέλος, όταν το σούρουπο είχε προχωρήσει για καλά, η βαρκούλα µας έπεσε πλάϊ στην πρωτόγονη έρηµη αποβαθρούλα του Νησιού. Ο κουµπάρος κι ο βοηθός του έβγαλαν στη στεριά τις γυναίκες σχεδόν σηκωτές στην αγκαλιά κι ο ξάδελφός µου κι εγώ πηδήσαµε στη στεριά, όχι βέβαια µε τόση λαχτάρα όσην οι γυναίκες, µα όσο νάναι µε αρκετή ανακούφιση. Τότε µόνον ο κουµπάρος ο Νησιώτης µας είπε, µε τη χαριτωµένη συρτή, τραγουδιστή µιλιά του Νησιού, το µεγάλο µυστικό:
- Κουµπάροι, το βαρκάκι είναι µόνο για τέσσερις νοµατέους… Γι’ αυτό βιαστήκαµε µη φρεσκάρει…
Άλλο τίποτα δεν είπε. Αλλά καλά καταλάβαµε την αποσιωπηµένη συνέχεια, όταν τώρα ξέραµε πως τόσην ώραν είµαστε έξι αντί τέσσερα πρόσωπα µέσα στη βαρκούλα.
•
Φαντάζεστε βέβαια την ευχαρίστησή µας όταν βρεθήκαµε στο ήσυχο, ολοκάθαρο και. ακίνητο σπιτάκι του κουµπάρου. Οι γυναίκες µας δέχτηκαν µε χίλιες χαρές, τα παιδιά κρεµάστηκαν γύρω µας και µας κοίταζαν µε θαυµασµό, µασουλώντας κι όλας τα ξερά σύκα, που τους είχαµε φέρει. Κι αυτά ακόµη τα αβάφτιστα – ήταν δυό δίδυµα – ανασήκωναν από τις κρεµαστές κούνιες τους τα παχουλά προσωπάκια τους κι’ ανταποκρίνονταν πρόθυµα στα γέλια και στα κανακέµατα, που τους κάναµε.
Το βράδυ, ο κουµπάρος ήταν στενοχωρηµένος. γιατί, λέει, το φαί “ήταν πολύ άνοστο και δεν τράβαγε κρασί”. Και όµως. Ήταν εκλεκτό ψάρι µε ολόλευκη τρεµάµενη κρούστα, σαν αέρινο γλύκισµα, που το εκάλυπτε – αυτό είναι ένα ειδικό µαγείρευµα, για να κρατάει το ψάρι πολλές µέρες – ένα ψάρι από τα πιό νόστιµα φαγητά, που µου έτυχαν ποτέ.
Τη νύχτα ο αγέρας δυνάµωσε για καλά. Τον ακούγαµε να ξυρίζει τα παραθυρόφυλλα του σπιτιού. Κι’ η αναπόληση του ταξιδιού µας του δειλινού, έκανε την ευτυχία της τωρινής µας ασφάλειας ακόµη µεγαλύτερη.
- Αλήθεια, αν καµµιά φορά φυσήξει κάνενας πολύ δυνατός σίφουνας, δεν µπορεί τάχα να το πάρει το Νησί; άκουσα την ξαδέλφη µου να ρωτάει τον άντρα της µε χαριτωµένη αφέλεια, στο ανοιχτό διπλανό δωµάτιο, που αυτοί είχαν πάει να κοιµηθούν.
Όµως η ερώτηση έδινε θαυµασια την εικόνα του παραµυθιού. που ζούσαµε. Το Νησί ήταν αλη θινά σαν ένα µικρό ξεκάταρτο καράβι ανάµεσα πελάγου. Έτσι το είδαµε την άλλη µέρα το πρωί, όταν βγήκαµε στο ξάγναντο της Εκκλησιάς, διασχίζοντας µέσα σ’ ελάχιστα λεπτά το µόνο δροµάκο του Νησιού, που χώριζε στη µέση τις δυό µόνες σειρές των σπιτιών του.
Φαίνεται πως όλη τη λαχτάρα τους για οµορφιά και αρχοντιά εδώ στο χαµηλό ταπεινό νησάκι οι αγαθοί νησιώτες την είχαν διοχετεύσει στην Εκκλησία τους. Έλαµπε ολόκληρη µέσα και έξω. Πρόβαλλε πάνω από τα χαµηλά σπιτάκια, πάνω ακόµη κι’ από όλη τη χαµηλή γη του νησιού σαν αληθινά µεγάλος Οίκος του Θεού. Ήταν βαµµένη ολόλευκη µε τον τρούλλο µόνο γαλάζιο, ένα καθαρό γαλάζιο σαν τη θάλασσα και τον ουρανό. Η µικρή της αυλή ήταν κεντηµένη µε λευκό χαλίκι και τα δεντράκια της – δυό – τρία χαµηλά δεντράκια – ήσκιωναν µε το λίγο πράσινό τους την ααπράδα της. Μέσα η Εκκλησία άστραφτε ολοκάθαρη.
Όταν µπήκαµε στην Εκκλησιά, η µικρή σύναξη όλο το χωριό – παρ’ όλη την κατάνυξη µε την οποία παρακολουθούσε την ωραία ακολουθία των Θεοφανίων, βρήκε τρόπο να περιεργαστεί τους “ξένους”. Κι’ αυτός ακόµη ο ιερέας – ένας συµπαθητικός ώριµος άντρας – επέµεινε να µας λιβανίσει λίγο περισσότερο, όταν πέρασε δίπλα µας, για να µας τιµήσει βέβαια, αλλά και για να βρει καιρό να µας καλοδεί.
Ύστερα το γλυκύ µέλος του ύµνου του Κυρίου µας έφερε όλους προς αυτόν:
Επεφάνης σήµερον τη οικουµένη
και το φως Σου, Κύριε
εσηµειώθη εφ’ ηµάς
εν επιγνώσει υµνούντάς Σε.
Ήλθες, εφάνης
το Φως το απρόσιτον.
Όταν “αγιάστηκαν” τα νερά, το εκκλησίασµα πέρασε ήσυχα – ήσυχα από την Ωραία Πύλη και πήρε αγιασµό, φιλώντας το χέρι του ιερέως. Κι ύστερα µε τον ιερέα και τον ψάλτη, µε την “Αρχή του τόπου” – έναν και µόνον χωροφύλακα – και µε τον υποδιδάσκαλο µπροστά, ακολουθήσαµε κι εµείς στις επισκέψεις στα σπίτια, που γιόρταζαν.
•
Τα βαφτίσια γίνηκαν το απόγευµα. Ο ξάδελφός µου κι’ εγώ είχαµε αποφασίσει να βαφτίσουµε τα δίδυµα και ο κουµπάρος το δέχτηκε εγκάρδια. Εν τω µεταξύ ένας ακόµη γονιός, που είχε αβάφτιστο παιδί, ήρθε και µου ζήτησε να το βαφτίσω. Δέχτηκα την τιµή µε προθυµία.
Φυσικά, στα βαφτίσια συνάχτηκε όλο το χωριό. Δεν έµεινε ψυχή σε άλλο σπίτι, εκτός από δυό παράλυτες γριούλες. Γύρω – γύρω στην κολυµβήθρα σπρώχνονταν τα παιδιά, πιό πίσω οι µεγάλοι, έως έξω στις αυλές, όπου αποτραβιόνταν οι άντρες για να κάµουν τόπο. Κι ο καϋµένος ο ιερέας κουράστηκε αρκετά για να τελειώσει µε τάξη και ευπρέπεια και τις τρεις βαφτίσεις.
Ύστερα µοιράσαµε τα “µαρτυριάτικα” σε όλο το χωριό, που µας εύχονταν να Τα “χιλιάσουµε” και το βράδυ χρειάστηκε να φάµε δυό φορές για να “τιµήσουµε το τραπέζι” και στα δυό σπίτια των κουµπάρων, ένα τραπέζι πλούσιο, ευλογηµένο και καλόκαρδο.
Όταν την άλλη µέρα το µεσηµέρι, αφου ευχηθήκαµε σε όλους τους Γιάννηδες, κατεβήκαµε στο λιµανάκι του Νησιού για να “µπαρκάΡουµε” για το δικό µας, όλο το χωριό πρόβαλλε στις πόρτες των σπιτιών να µας ευχηθεί, να µας προπέµψει:
- Στο καλό να πάτε! Στο καλό να πάτε… Τώρα οι καλοί µας κουµπάροι είχαν πάρει τα µέτρα τους. Στο λιµανάκι µας περίµενε το καινούργιο καίκι του Καπετάν – Νικήτα, για να µας µεταφέρει στον τόπο µας. Είχαν στρώσει ακόµη και χράµια απάνω στο καλοπλυµένο κατάστρωµα του καϊκιού για να ξαπλώσουν άνετα οι γυναίκες.
Με φρέσκο πρίµο αγέρι το καϊκάκι, σαν πουλί που πετούσε ξυστά πάνω στη θάλασσα, µας έφερε σε είκοσι λεπτά της ώρας στο νησί µας. Βγήκαν µαζί µας στη στεριά ο καπετάνιος κι οι κουµπάροι µας “να φάνε µαζί µας µιά ελιά”, “να πιούν ένα κρασί” κι ύστερα σάλπαραν πάλι για το Νησί. Τώρα για να “βρούνε τον καιρό” χρειάστηκε “να κόψουν” ένα σωρό βόλτες. Τους παρακολουθούσαµε όπως λίγο – λίγο ξεµάκραιναν. Το λευκό πανί πότε φούσκωνε µε τον άνεµο, πότε σούρωνε στην άπνοια. Ύστερα σιγά – σιγά το καϊκάκι καβατζάρησε τη µικρή γλώσσα της γης του Νησιού Και χάθηκε πίσω της.
Τότε νοιώσαµε την πίκρα του χωρισµού από τους καλούς ήσυχους Νησιώτες, που ζουν εκεί στο µικρό νησί τους άγνωστοι και αγνοηµένοι και που σ’ εµάς έτυχε η καλή τύχη να τους γνωρίσουµε και να τους αγαπήσουµε. Κι ας ζήσαµε µαζί τους µόνον τρείς ηµέρες. Έφτασαν αυτές για να τους βάλουν στην καρδιά µας. Βέβαια γι’ αυτό βοήθησε κι ο φωτισµός και η θέρµη µε την οποίαν ζέστανε τη χριστιανική ψυχή µας η ευκαιρία να χαρούµε τη µεγάλη γιορτή των Φώτων στο ήσυχο νησάκι τους.
Αληθινά. Δε θα ξεχάσω ποτέ εκείνα τα γαλήνια. τα σεµνά, τα ζεστά χριστιανικά Φώτα του γλυκύτατου εκείνου Γενάρη του έτους 194… τα Φώτα, που ο καλός Θεός µας αξίωσε να γιορτάσουμε στο Νησί.