Παραμύθι μυθιακό κάτσε, γιε μου, να στο πω.
Μια φορά ήταν ένας τσαγκάρης, πολύ φτωχός. Δεν είχε ούτε σπίτι, ούτε χτήματα, ούτε τίποτα. Είχε μονάχα δέκα κούρβουλα* αμπέλι όλο κι όλο. Δεν έφτανε ετούτη η φτώχια του, παρά και κάθε χρονιά, που ήτανε να τρυγήσει εκείνα τα δέκα κούρβουλα, περνούσε από κει μια αλεπού και του τα ’τρωγε και του τα ’κανε «γης Μαδιάμ». Δεν του άφηνε ρώγα.
Τι να κάμει ο τσαγκάρης δεν ήξερε. Από τα πολλά, της κάνει μια χρονιά γερό καρτέρι, κι εκεί που βγαίνει η καλή σου για να φάει τα κούρβουλα, την έπιασε.
«Καλά σ’ έχω τώρα», της λέει. «Θα σε σκοτώσω. Δε μου γλιτώνεις!»
H αλεπού έπεσε στα ποδάρια του, κι άρχισε τα παρακάλια:
«Μη με σκοτώσεις, αφέντη μου, Τριαντάμπελε, και θα δεις εγώ καλό που θα σου κάμω!»
O τσαγκάρης ξαφνιάστηκε που τον είπε Τριαντάμπελο, κι άρχισε τα γέλια.
«Μωρή αλεπού, εμένα λες Τριαντάμπελο, που όλα όλα έχω δέκα κούρβουλα;»
«Αν μου χαρίσεις τη ζωή, αφέντη μου», του λέει η αλεπού, «εγώ θα σε κάμω να είσαι στ’ αλήθεια Τριαντάμπελος».
«Καλά», της λέει ο τσαγκάρης, «σ’ αφήνω ελεύθερη, και να δούμε τα νιπενιαρίσματά* σου».
Έφυγε η αλεπού από κει, και πήγε να κάμει αυτό που έταξε του τσαγκάρη.
Ένα πρωί πάει στου βασιλιά το παλάτι και τόνε βρίσκει μοναχό του. «Βασιλιά μου», του λέει, «ήρθα, με την άδειά σου, να σου γυρέψω το μισοκοίλι*, που το χρειάζεται ο αφέντης μου, ο Τριαντάμπελος, για να μετρήσει τα τσεκίνια * του».
Ο βασιλιάς θαύμασε για τον τόσο πλούτο αυτουνού του Τριαντάμπελου, κι έδωσε το μισοκοίλι στην αλεπού, να του το πάει.
Την άλλη μέρα πήγε πάλι η αλεπού στο παλάτι κι έφερε πίσω του βασιλιά το μισοκοίλι. Στον πάτο όμως, κάτω κάτω, έβαλε κι ένα χρυσό τσεκίνι, τάχα πως έμεινε από το μέτρημα.
Ο βασιλιάς το είδε και της λέει:
Ε, αλεπού, αφήσατε μέσα στο μισοκοίλι ένα τσεκίνι! Έτσι τα σκορπάτε εσείς τα λεφτά;»
«Δεν πειράζει, βασιλιά μου. Έχει ο αφέντης μου πολλά, όσα να πεις! Δώσ’ το στη δούλα σου να πάρει παπούτσια».
Του έκαναν εντύπωση όλ’ αυτά του βασιλιά, μα δεν είπε τίποτα.
Έπειτα από λίγες μέρες ξαναπήγε η αλεπού στο βασιλιά. -Στον τσαγκάρη δεν πήγαινε καθόλου αυτές τις μέρες. Εκείνος όμως, περίμενε να δει τι θα κάμει-. Λοιπόν, πήγε η αλεπού στο βασιλιά, του γύρεψε πάλι το μισοκοίλι, τάχατες να μετρήσουνε τα τσεκίνια, και πάλι άφησε ένα στον πάτο. Πήγε κι άλλη φορά, και ξαναπήγε και ξαναπήγε.
Κοντολογίς, έκαμε το βασιλιά να ζουρλαθεί με τα πλούτη τ’ αφεντικού της. Σαν τον κατάλαβε η αλεπού το βασιλιά, έκαμε εκείνο που είχε βάλει στο νου της. Πήγε και του γύρεψε να δώσει την κόρη του στον Τριαντάμπελο, για γυναίκα.
«Μετά χαράς», της λέει, χωρίς άλλη σκέψη, ο βασιλιάς, «να του τη δώσω την κόρη μου!»
Τρέχει τότε η αλεπού στον τσαγκάρη και του λέει: «Αυτό κι αυτό…, και τώρα να πας στο παλάτι, που σε περιμένουνε για γαμπρό».