facebook twitter youtube googleplus
on/off

Ν. ΚεφαλληνίαςΒιβλία: Παραμύθι: H αγιά Παρασκευή κι οι δύο αδερφές

Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε μια γυναίκα κι είχε δυο θυγατέρες. Η μία ήτανε καλή κι αγαπησιάρα, η άλλη φθονερή και κακιά. Η κακιά ζήλευε την καλή, της φερόταν άσχημα όλη μέρα, την γκρίνιαζε και δεν την άφηνε να ζήσει ήσυχα. Γι’ αυτό, η καλή, αποφάσισε να σηκωθεί και να φύγει, και, μια μέρα, είπε στη μάνα της:

«Μάνα, εγώ θα φύγω, να πάω όπου τύχει, να βρω δουλειά, και να ησυχάσει από μένανε η αδερφή μου».

«Όπως θέλεις», της λέει η μάνα της, που τo ’βλεπε πως η κόρη της δεν περνούσε καλά.

Έφυγε λοιπόν η καλή θυγατέρα και πήρε των oματιών της.

Εκεί που περπατούσε, την πρώτη μέρα, στην ερημιά, συναντάει ένα πηγάδι. Σταμάτησε να πιει νερό και τότε το πηγάδι της λέει: «Πιάσε, κυρά μου, να με καθαρίσεις, να μου βγάλεις τις λάσπες και τα παλιοπράματα που έχω, να γίνει το νερό μου καθαρό, κι εγώ, όταν ξαναγυρίσεις, θα σου δώσω να πιεις κρύο νεράκι, να με θυμάσαι». Η κοπέλα, πρόθυμη, έκατσε και καθάρισε το πηγάδι, του έβγαλε τ’ αγκάθια, τις σφαλαγκουνιές*, κατέβηκε κάτω, του έβγαλε τις λάσπες, τα ξύλα, τα παλιοσίδερα. Το πηγάδι την ευχαρίστησε, κι εκείνη συνέχισε το δρόμο της.

Πιο πέρα συνάντησε ένα φούρνο, που ήτανε κι αυτός ακαθάριστος και χαλασμένος. Κάθεται κοντά του να ξαποστάσει, και τότε της λέει ο φούρνος: «Πιάσε, κυρά μου, να με καθαρίσεις, να με ξεχορταριάσεις, να μου ξύσεις τις στάχτες και τους πηλούς κι εγώ, όταν ξαναγυρίσεις, θα σου ’χω έτοιμο ζεστό ψωμί να φας». Η κοπέλα τον καθάρισε, του έβγαλε τα χορτάρια και τις λάσπες, τον έφτιαξε.

Έφυγε κι από κει και τράβηξε κατά το βουνό. Στο δρόμο της συνάντησε μιαν απιδιά*, που ήτανε μισοξεραμένη. Κάθισε στον ίσκιο της, κι η απιδιά της είπε: «Καθάρισέ με, κυρά μου, από τα ξερόφυλλα, κι όταν ξαναπεράσεις από δω, θα σου έχω να φας ωραία γλυκά απίδια». Η κοπέλα καθάρισε και την απιδιά κι έφυγε.

Προχωρώντας βραδιάστηκε στο βουνό κι είδε από μακριά ένα σπίτι με φως. Πάει, χτυπάει και της παρουσιάζεται στην πόρτα μια καλόγρια, που ήταν η αγία Παρασκευή. «Έλα μέσα», της λέει. «Πες μου, ποια είσαι και πώς βρέθηκες τέτοια ώρα στο βουνό;»

«Είμαι μια φτωχή, που έφυγα από το χωριό μου και γυρεύω δουλειά». «Εγώ θα σου δώσω δουλειά», της λέει η αγία Παρασκευή, και την κράτησε μαζί της και ζούσανε σα μάνα με την κόρη.

Πέρασε κάμποσος καιρός κι η κοπέλα θυμήθηκε τη μάνα της κι είπε να πάει να τη δει.

«Να πας», της λέει η αγία Παρασκευή, «αλλά, στάσου να σου δώσω κάτι να πάρεις μαζί σου. Κατέβα κάτω στο υπόγειο και θα δεις εκεί διάφορες κασέλες που έχω. Διάλεξε όποια σ’ αρέσει, και πάρτη».

H κοπέλα κατέβηκε στο υπόγειο, άνοιξε, κι είδε κάτι ωραίες κασέλες, άλλες μεγάλες κι άλλες μικρές. Διάλεξε την πιο μικρή απ’ όλες κι ανέβηκε. Όταν την είδε η αγία Παρασκευή επαίνεσε τη γνώμη της. Αποχαιρετιστήκανε μετά, με κλάματα, κι η κοπέλα έφυγε.

Διαβάστε περισσότερα

Γράψτε το σχόλιό σας.