facebook twitter youtube googleplus
on/off

Ν. ΛευκάδαςΒιβλία: Παραμύθι: Ο αναδεχτός και η πεντάμορφη

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας λόρδος περιηγητής και γύριζε όλο τον κόσμο. Κάποτε, βρέθηκε σ’ ένα μέρος και επειδή δεν εύρισκε που να μείνει, τον πήρε ένας άνθρωπος στο σπίτι του, να τον φιλοξενήσει. Εκείνες τις μέρες έτυχε να γεννήσει η νοικοκυρά του σπιτιού ένα αγοράκι και το βάφτισε ο λόρδος. Αφού έγινε η βάφτιση ο νονός ετοιμάστηκε να φύγει. Φεύγοντας όμως είπε στον κουμπάρο του: «Αν καμιά φορά θελήσει ο αναδεχτός* μου να έρθει στο σπίτι μου να με δει, να του πεις, να έχει το νου του κι άμα συναντήσει σπανό στο δρόμο του να γυρίσει πίσω».

Πέρασαν τα χρόνια, το παιδί μεγάλωσε και μια μέρα αποφάσισε να πάει να δει το νονό του. Στο δρόμο του όμως συνάντησε έναν άνθρωπο σπανό, κι όπως το είχε συμβουλέψει ο πατέρας του, γύρισε πίσω.

Μετά από καιρό ξεκίνησε πάλι. Κι αυτή τη φορά όμως συνάντησε σπανό κι έκανε πίσω. Την τρίτη φορά, που αποφάσισε να ξαναπάει, λέει στον πατέρα του: «Τώρα, πατέρα, θα πάω κι ό,τι συμβεί, ας συμβεί». Και ξεκίνησε.

Στο δρόμο, που πήγαινε, μπροστά του ο σπανός.

«Πού πας;» του λέει.

«Πάω στο νονό μου, κι έχω μακρύ ταξίδι μπροστά μου».

«Πάμε μαζί. Κι εγώ κατά κει ταξιδεύω», λέει ο σπανός.

Εκεί που πηγαίνανε διψάσανε. Σε λίγο όμως βρήκανε ένα πηγάδι, που είχε λίγο νερό, και είπανε: «Α, δόξα σοι ο Θεός! Θα πιούμε να ξεδιψάσουμε».

Καταφέρνει ο σπανός το παιδί και το κατεβάζει στο πηγάδι για να βγάλει νερό. Πίνει ο σπανός κι αμέσως βουλώνει το πηγάδι κι αφήνει μέσα το παιδί. Αυτό το καημένο, έβαλε τις φωνές και, τότε, ο σπανός σκύβει και του λέει:

«Αν σε βγάλω, θα πεις στο νονό σου, ότι εσύ είσαι ο υπηρέτης μου κι εγώ ο αναδεκτός του;»

«Ναι, έτσι θα πω», λέει το παιδί, που δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς.

«Θα μου ορκιστείς όμως», λέει πάλι ο σπανός, «πως μόνο αν σκοτωθείς κι αναστηθείς θα με μαρτυρήσεις».

Ορκίστηκε το παιδί, το έβγαλε έξω ο σπανός και πήρανε πάλι το δρόμο τους. Περπατούσανε, ώσπου φτάσανε στο σπίτι του λόρδου. Ανεβαίνει στο πάνω πάτωμα ο σπανός κι αφήνει κάτω το παιδί. Υπηρέτης βλέπεις ήτανε.

Ο λόρδος κι ο σπανός πιάσανε την κουβέντα και σε μια στιγμή λέει ο λόρδος: «Ξέρω ότι στο τάδε μέρος είναι ένας μεγάλος και όμορφος μπαξές, κι έχει μέσα κάτι μυριστικά που μοσκοβολάνε ένα τέταρτο μακριά. Μα κανένας ποτέ δεν μπόρεσε να μπει και να κόψει απ’ αυτά τα λουλούδια. Πολλοί προσπαθήσανε μα όλοι χαθήκανε». Μετά κοίταξε καλά, μέσα στα μάτια, το σπανό και του λέει πάλι:

«Εγώ θέλω πολύ ν’ αποκτήσω μερικά απ’ αυτά τα λουλούδια αλλά, ποιος μπορεί να πάει να μου τα φέρει;»

«Να στείλεις τον υπηρέτη μου», του λέει ο σπανός.

«Όχι, δεν κάνει να στείλουμε το παιδί. Είναι μικρό».

Διαβάστε περισσότερα

Γράψτε το σχόλιό σας.