Μύθι, μύθι μυθιακό
σήκω πάνω να στο πω.
Μύθι, μύθι μυθιακό
κάτσε κάτω να στο πω.
Ήτανε κάποτε ένας βασιλιάς που δεν έκανε παιδιά. Δίπλα απ’ το παλάτι ήτανε το φτωχικό ενός τσαγκάρη, που κι αυτουνού η γυναίκα δεν έκανε παιδιά. Κάποτε ο βασιλιάς έλαβε για δώρο τρία πορτοκάλια. Ποιος του τα’ στειλε δεν ήξερε, αλλά η βασίλισσα είδε ένα καλό όνειρο.
Είδε μια γυναίκα πεντάμορφη που της είπε, στον ύπνο της, πως αν φάει απ’ αυτά τα πορτοκάλια θα κάνει παιδί.
Την άλλη μέρα λοιπόν, έπιασε να καθαρίσει τα πορτοκάλια, για να τα φάει. Απέναντι στην αυλή της έστεκε η γυναίκα του τσαγκάρη κι η βασίλισσα της φώναξε:
«Ε, γειτόνισσα, μου στείλανε αυτά τα πορτοκάλια κι άμα τα φάω θα κάμω παιδί!»
«Δε μου δίνεις κι εμένα τις φλούδες;»
«Θα σου τις δώσω αλλά, με μια συμφωνία: Αν κάμω εγώ σερνικό κι εσύ θηλυκό, θα τα παντρέψουμε τα παιδιά μας».
«Άκου λέει!…» φώναξε χαρούμενη η γυναίκα του τσαγκάρη.
Έφαγε λοιπόν η βασίλισσα τα πορτοκάλια κι η γειτόνισσα τις φλούδες κι έπειτα από εννιά μήνες γέννησε η βασίλισσα σερνικό κι η γυναίκα του τσαγκάρη θηλυκό.
Όταν μπήκε ο βασιλιάς στην κάμαρα να δει το παιδί, η βασίλισσα του είπε για τη συμφωνία, που είχε κάνει με τη γυναίκα του τσαγκάρη. Ο βασιλιάς έμεινε για λίγο αμίλητος κι ύστερα φούντωσε από το θυμό του. Βγαίνει έξω, βρίσκει τη μαμή και της λέει: «Θα πας να πνίξεις το κορίτσι της γειτόνισσας κι ό,τι μου ζητήσεις θα στο δώσω! Να πάρε τώρα κι αυτό το χρυσάφι και πήγαινε».
Η μαμή όμως ήτανε πονόψυχη γυναίκα. Πάει λοιπόν στο γείτονα και του λέει: «Το καλό που σου θέλω, πάρε την οικογένειά σου και φύγετε μακριά. Το και το με διέταξε ο βασιλιάς να κάνω. Να πνίξω το κορίτσι σας!»
Τη νύχτα ο τσαγκάρης πήρε την οικογένειά του, καβάλα σ’ ένα γάιδαρο, και φύγανε όσο πιο μακριά μπορούσανε.
Πάει κι η μαμή στο βασιλιά και του λέει: «Εντάξει, βασιλιά μου, ό,τι είπες έγινε. Κι ο γείτονας, απ’ το φόβο του, πήρε τη γυναίκα του και φύγανε από δω».
Ο τσαγκάρης βρήκε μια σπηλιά μέσα σ’ ένα δάσος και κάθισε εκεί με τη γυναίκα του και το κοριτσάκι του. Και πώς να ζήσουνε; Κόβανε ξύλα κι αυτός κι η γυναίκα του, τα φορτώνανε στο γάιδαρο και τα πουλούσανε στην πολιτεία. Έπειτα από καιρό, φτιάξανε μια καλύβα και ζούσανε καλύτερα.
Περάσανε έτσι δώδεκα χρόνια. Ένα βράδυ ακούσανε χτύπο στην πόρτα. Ανοίγουνε κι ήταν ένας καλόγερος και τους λέει.
«Κάμετε το καλό κι αφήστε με να μείνω απόψε στο σπίτι σας. Νυχτώθηκα και δεν έχω που να μείνω».