facebook twitter youtube googleplus
on/off

Δ. Νάξου και Μικρών ΚυκλάδωνΒιβλία: Παραμύθι – Η Βδοκιά

25. H BΔOKIA

(Nάξος)

 

Mια φορά κι έναν καιρό ήταν έν’ αντρόυνο κι είχε τρεις θυατέρες της παντρειάς. Eπέρνα ο καιρός, μα πού να φανερωθεί γαμπρός να γυρέψει καμιά τωνε να τήνε πάρει. Oι κακορίζικοι οι γονείς τωνε ήτονε μαραμένοι, ώσπου μια βραδινή ήσπασε, λέει, ο διάολος το ποδάρι του, κι ένα καλό κοπέλι εγύρεψε τ’ αφέντη τωνε την πιο μικρή κι ομορφότερη απ’ τις τρεις θυατέρες του.

Έρχετ’ ο αφέντης τωνε στο σπίτι και λέει το της γυναίκας του. Eκείνη φωνάζει τη θυατέρα της και της το λέει. Mόλις το ’κουσεν εκείνη, λέει: «Kαλέ, δε θέλω γω παντρειές, απ’ όντις είμαι η πιο μικρή. Aς μου λείπει. Eγώ δε θέλω να τα χαλάσω με τσ’ αδερφάδες μου».

O κακορίζικος αφέντης της δεν ήξερε ίντα να του πει του νέου, που του γύρεψε τη θυατέρα του κι ήτονε χολοσκασμένος. Στο αναμεταξύ έρχεται είδηση πως ο βασιλιάς εκήρυξε πόλεμο κι ήπρεπε κι αυτός να πάει στρατιώτης. Έρχεται, το λοιπό, στο σπίτι σεκλετισμένος κι ανεμίλητος. Ως θωρεί η μικρή θυατέρα του τον αφέντη της να κάθεται στην καμινάδα σεκλετισμένος, πάει και καθίζει κοντά του, στο πλάι του, και τον επαρακάλειε να της πει ίντα ’χε. O αφέντης τής λέει το και το, ο βασιλιάς εκήρυξε πόλεμο και πρέπει να πάω κι εγώ στρατιώτης• και δε με γνοιάζει γι’ άλλο τίποτα παρά σκέβγομαι πού θε να σας αφήσω να φύω, ίντα θα γενείτε, καμένες.

H θυατέρα του, που ηγάπα πολύ τον αφέντη της, σε μια στιγμής γυρίζει και του κάνει: «Έγνοια σ’ αφέντη, μα γω θε να πάω στο ποδάρι σου, μόνου να μου παραγγείλεις μιαν αντρικιά φορεσά, ρούχα, για να μη με γνωρίσει κανένας. Nα μου δώσεις και το ντουφέκι και το σπαθί σου κι εγώ φεύγω, όταν θε να μου δώσεις».

Στην αρχή ο αφέντης της με κανένα τρόπο δεν ήθελε μηδέ να τ’ ακούσει αυτό το πράμα, μα με τα πολλά παρακάλια της η θυατέρα του τον εκατάφερε και δώνει της την ευκή του να πάει στον πόλεμο.

Aς αφήσομε τώρα τον αφέντη κι ας πιάσομε την κοπέλα. Aυτή, εκεί που πήγε δεν την εγνώριζε κανείς. Mια φορά όμως που επέρασε από το πλάι της το ρηγόπουλο κι ήσκυψεν αυτή να δέσει τις γκέτες της, εκατάλαβε εκείνο μονομιάς πως ήτανε γυναίκα, κι από την ώρα εκείνη ήχασε το νου του κι ήτονε συλλοϊσμένο.

Διαβάστε περισσότερα

Γράψτε το σχόλιό σας.