Είναι φορές που τα λόγια είναι πολύ λίγα για να περιγράψουν κάποιους ανθρώπους. Σ’ αυτή την κατηγορία ανήκει και ο Στέλιος Μπικάκης, πολυσύνθετη φυσιογνωμία, με καθάριο βλέμμα και γνήσια κρητική ψυχή. Όταν πιάνει τη λύρα του κι αρχίζει το τραγούδι, καημοί, πίκρες, χαρές, λησμονιά, ξενιτιά, όλα γίνονται ένα, και το καθένα χωριστά μαντινάδα τραγουδισμένη από τα χείλη του.
Ο Στέλιος Μπικάκης γεννήθηκε στο Ρέθυμνο και τη λύρα την έπιασε για πρώτη φορά στα 13 του χρόνια, αφού από τότε που γεννήθηκε άκουγε μουσικές και τραγούδια στο δισκοπωλείο που είχε ο πατέρας του. Από παιδί ακόμα, είχε για καθημερινή του συντροφιά τους γνωστούς λυράρηδες και λαουτιέρηδες που περνούσαν από το μαγαζί εκείνο. Έτσι κάθε του άκουσμα είχε και μια νότα Κρήτης.
Την πρώτη του λύρα την αγόρασε ο παππούς του, κι αυτό ήταν η αρχή της πορείας του στο δρόμο της μουσικής και του τραγουδιού. Ο Στέλιος είχε το χάρισμα να διδάσκεται τη μουσική χωρίς δάσκαλο ή λυράρη. Εκφραζόταν με νότες και στίχους κι αυτό ήταν η καθημερινότητα και το βίωμα του Στέλιου. Μεγάλοι καλλιτέχνες όπως ο Σπύρος Σηφογιώργης, ο Νίκος Μανιάς, ο Γιάννης Μαρκογιαννάκης και ο Γιώργος Χατζηδάκης, ήταν μερικοί από αυτούς που του είχαν δώσει συμβουλές και του υπέδειξαν τεχνικές.
Το δοξάρι ήταν και είναι η μεγάλη του αγάπη. Ο ίδιος έχει πει:«Με τις μαντινάδες δεν τα καταφέρνω αλλά με τα τραγoύδια έχω μεγάλη άνεση, μου έδωσε ο Θεός το χάρισμα της πένας». Στα δεκαέξι του χρόνια έβγαλε το πρώτο του μεροκάματο παίζοντας σε ταβέρνες της παραλίας, στο δρόμο και σε κρητικές βραδιές ξενοδοχείων για τουρίστες.
Κάποιους στίχους που είχε γράψει και τους είχε φυλάξει σ’ ένα συρτάρι, τους έκανε τραγούδι όταν τελείωσε την στρατιωτική του θητεία, το 1985. Πρόκειται για το καλαματιανό «Πάλι για σένα τραγουδώ». Ηχογράφησε τον πρώτο του δίσκο που αμέσως μετά και συνέχισε με το δίσκο «Ερωτικό παράπονο» και το τραγούδι, «Γλυκό μου λάθος», το οποίο τραγουδήθηκε σ’ όλη την Κρήτη. Όμως και όλοι οι επόμενοι δίσκοι του, αγαπήθηκαν. «Νυχτέρια», «Το παρόν», «Μια βόλτα στο σκοτίδι», «Για σένα», αφήνουν τις καλύτερες εντυπώσεις, κι όλα τα μαγαζιά που εμφανίζεται γεμάτα.
Έτσι, ο Στέλιος Μπικάκης αρχίζει να γίνεται περιζήτητος στα μαγαζιά της Κρήτης, σε γλέντια, σε γάμους και σε πολλές άλλες εκδηλώσεις. Παρόλο που έγινε πολύ γρήγορα αγαπητός και γνωστός, πάντα κράτησε και κρατά χαμηλούς τόνους. Η αμεσότητα που έχει με τον κόσμο είναι χαρακτηριστική και σίγουρα δεν ανήκει στην κατηγορία εκείνων που θεωρούν τον εαυτός του σταρ ή βεντέτα. Ακόμα και σήμερα ακολουθεί τους καθημερινούς ρυθμούς που ακολουθούσε πάντα, κινείται όπως ο ίδιος λέει σα τότε που ήταν 16 χρονών, και κάνει τις βόλτες του όπως τις έκανε.
Ατόφιος, ανεξίτηλος, δεν ξεχνά όσους τον βοήθησαν κι όσους τον πίκραναν τους αφήνει πίσω. Κάποια στιγμή ο Στέλιος κατηγορήθηκε ότι κακοποίησε την κρητική μουσική, μα η αγάπη του κόσμου ήταν και είναι η πληρωμή του.
Ο ίδιος, χαρακτηριστικά λέει: «Ο πατέρας μου ξόδεψε τη ζωή του σε μουσικοχορευτικούς συλλόγους. Έχω μεγαλώσει σε μια οικογένεια με αυστηρή παράδοση. Μου τη δίδαξαν λοιπόν πολύ καλά. Κρίνουν αυτοί που δεν ξέρουν τι θα πει παράδοση και την έχουν μπερδέψει με την οπισθοδρόμηση. Υπάρχει μεγάλη διαφορά. Έχω ξαναπεί ότι κάποιοι κατάφεραν τη μιζέρια τους να την υιοθετήσουν ως παράδοση. Πως μου υπoδεικvύoυv εμένα ότι παράδοση της Κρήτης είναι η λύρα και το λαούτο μόνο; Ας γυρίσουμε αν θέλουν στην προϊστορική Κρήτη και να τους δώσω στοιχεία από βιβλία και από έρευνες να δουν ποια ήταν η παράδοση και πως ήταν ο χορός στην Μινωική Kρήτη. Παράδοση στην Κρήτη είναι η λύρα, είναι το βιολί, είναι το λαούτο που ήρθε απ’ τα τελευταία όργανα γιατί παλιότερα έπαιζαν μαντολίνο, είναι το κανονάκι, είναι το σαντούρι που το είχαν φέρει από την Σμύρνη είναι το νταούλι κι ας είναι κρουστό. Είναι μεγάλο το κεφάλαιο παράδοση. Το θέμα για μένα είναι ό,τι κάνεις να είναι με ήθος και ανθρωπιά και σεβασμό. Τα υπόλοιπα θα τα δείξει ο χρόνος». καταλήγει.
Ελένη Δ. Μπουχαλάκη