Με ευκαιρία τις Χριστουγεννιάτικες ετούτες μέρες, δημοσιεύουμε ένα απεραθίτικο διήγημα του αγαπητού φίλου και συγχωριανού μας Νικόλα Φρ. Κατεινά. Είναι ένα διήγημα δροσερό, αλλά και… καυτό ταυτόχρονα. Απολαύστε το, κι ας είναι μεγαλούτσικο. Αξίζει.
«Παραμονή των Χριστουγέννων μα ο μπαρμπα-Μήτσος δεν καταλάβαινε τίποτα. Σηκώθηκε πρωί-πρωί, ήπιε τη φασκομηλιά του με δυο ελιές κι άρχισε να φτιάχνει το ντουρά του για το καθημερινό μεροκάματο πέρα στου Παπά το Μύλο. Εκεί είχε τα ποτιστικά του, ένα λιοϋράκι, το αμπελάκι του, δυο καρυδιές, δυο ροδακινιές και μια κυδωνιά στο Ουρνί, κι εκεί περνούσε την ημέρα του σκάβοντας, ποτίζοντας, τσαπίζοντας κάθε μέρα εξόν τις Κυριακές και τις σχόλες, που έβαζε τα καλά του τα ρούχα, την σκούρα μπλε τραγιάσκα του, κούμπωνε μέχρι και το πάνω-πάνω κουμπί του άσπρου πουκαμίσου του κι ανηφόριζε στην Πλάτσα. Χρόνια τώρα είχε μάθει τη γη σαν την παλάμη του.
Τη σκάλιζε, τη χάιδευε, της μιλούσε, την δρόσιζε, την καμάτευε, την δούλευε με σεβασμό, κι εκείνη σε ανταπόδοση των κόπων, της περιποίησης και της αφοσίωσης που της έδειχνε, του έδινε τους καρπούς και τους θησαυρούς της απλόχερα για να έχει να πορεύεται η οικογένεια ολογυρίς του χρόνου. Πατάτες, φασόλια, κουνουπιδολάχανα, ντομάτες, μελιτζάνες και φρούτα, το καθένα στον καιρό του και με τη νοστιμιά και την γεύση εκείνη που σήμερα δυστυχώς δεν μπορείς να βρεις στα βιομηχανοποιημένα προϊόντα της εποχής μας. Και βέβαια περισσή φροντίδα και ασφαλώς μεγαλύτερη ανταπόδοση είχε ο μπαρμπα-Μήτσος απ’ το αμπελάκι του. Δυο καλά χαλιά στου Ρότζου απέναντι απ’ το σπιτάκι, που το κλάδευε, το φύλλιζε, το τσάπιζε, το χάιδευε με τα χέρια και τα μάτια του και δεν χόρταινε να το καμαρώνει. Κι εκείνο εκτός απ’ τα επιτραπέζια σταφύλια που γυαλίζανε κατά τα τέλη Αυγούστου, του έδινε και τα κρασοστάφυλα που τα πατούσε στη ληνό, δίπλα στο χτήμα του Φωτονικόλα κι έβαζε το μούστο στο υπόγειο του Χωριού, μες στις μεθύρες, κουβαλώντας τον μες στ’ ασκιά, απάνω στο γαϊδουράκι του. Στο σπιτάκι του Παπά-Μύλου είχε πάντα παρακαταθήκη μια τζάρα κρασί και μια μεγάλη μποκάλα ρακή για να μη χρειάζεται να τα κουβαλεί απ’ το Χωριό στο ντουρά κάθε μέρα για το μεσημεριανό του. Γιατί βέβαια, ο μπαρμπα-Μήτσος, όπως εξάλλου κι οι περισσότεροι ξωμάχοι του χωριού μας, μετά την πρωινή δουλειά πιάνανε μια μπουκιά το μεσημέρι, πίνανε δυο κρασά, κόβανε κανένα μισάωρο ύπνο και γυρίζανε στο Χωριό κατά την ώρα του σπερνού, μες στο ευλογημένο σούρουπο που γλύκαινε κι ομόρφαινε τα σπίτια του χωριού σαν τα κοίταζες από μακριά μες στις απαλές κόκκινες πινελιές που τα έβαφε το ηλιοβασίλεμα. Όλα αυτά βέβαια το καλοκαίρι, γιατί το χειμώνα τα πράγματα άλλαζαν. Την μπουκιά την πιάνανε κατά τις δώδεκα και ξεκινούσαν για το Χωριό κατά τις τέσσερις πριν σκοτεινιάσει.
Ο μπαρμπα-Μήτσος άνοιξε το ντουρά του κι έβαλε μέσα ένα καλό κομμάτι κουλούρα, ένα σκιζαράκι άσπρο θηκάτο χερνό, τη λιότζεπη με δυο φουχθιές ακουλουμπάδες και δυο σφιχτά βρασμένα αυγά. Κοίταξε το φανάρι κι είδε μέσα δυο λαρδάνες τηγανητές χτεσινοβραδινές και πήρε τη μια γιατί δεν ήταν και πολύ φίλος του ψαριού γενικώς. Έσφιξε το λαιμό του ντουρά, τον έδεσε και τον πέρασε στο ραβδί του. Άνοιξε την πόρτα και το ξεροβόρι του ‘δωσε να καταλάβει τις διαθέσεις και την αγριάδα του καιρού με την πρώτη. Συννεφιασμένη και κατσουφιασμένη η μέρα μύριζε χιόνι, αλλά ο μπαρμπα-Μήτσος πέρασε αποφασιστικά έξω κι έκλεισε την πόρτα πίσω του.
- Θα κάτσω δυο – τρεις ώρες, σκέφτηκε, να κάμω κανένα χουσμέτι και να φέρω κανένα φόρτωμα ξύλα για τσι μέρες που έρχουνται.
Τα ξύλα τα είχε κομμένα ο μπαρμπα-Μήτσος στον Καρκό, τα είχε κατεβάσει στο σπιτάκι του Παπά-Μύλου και τα κουβαλούσε στο Χωριό λίγα-λίγα με το γαϊδουράκι του. Κατέβηκε στο Λαγκάδι χωρίς να συναντήσει άνθρωπο και πήρε το δρόμο για το Πέρα Χωριό. Στο Ουρνί συνάντησε τα ξαδέρφια του μες στα χτήματά τους, που είχαν φτάσει πρωί-πρωί να φορτώσουν ξύλα κι αυτοί και καλημερίστηκαν.
- Μουρέ μα που πας ω Μήτσο, δε θωρείς τον καιρό; Νωρίς νωρίς να στραφείς, του φώναξε ο Ντώνης πάνω απ’ το ρυάκα του Ουρνιού.
- Μουρέ μη μ’ αρμηνεύγεις ω Ντώνη. Μωρό είμαι; του απάντησε σκωπτικά ο Μήτσος και πήρε τ’ ανηφοράκι στην άκρη του ρυάκα.
Έψαξε απότομα με αγωνία τις τσέπες του σαν να τον τσίμπησε μύγα. Ψαχούλευε, ψαχούλευε και στο τέλος ηρέμησε παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. Νόμισε πως είχε ξεχάσει τα τσιγάρα του μα ευτυχώς η ταμπακέρα με τα μισαδάκια και την πίπα ήταν στην εσωτερική τσέπη μυρωδάτη και πλήρης. Το τσιγάρο ήταν από τις μεγαλύτερες απολαύσεις του Μήτσου, ιδίως μετά το φαΐ και το κρασάκι Μια φορά τα είχε ξεχάσει στο Χωριό και κόντεψε να τρελαθεί έως ότου να του δώσει τσιγάρο ένα απ’ τα Γκριβάκια και να ηρεμήσει.
Κατέβηκε τα σκαλάκια δίπλα στον ερειπωμένο μύλο, πέρασε το ρυάκα και ανέβηκε μέχρι το σπιτάκι. Έβαλε στην πόρτα το μεγάλο κλειδί και το γύρισε δύσκολα στην πόρτα ανοίγοντάς την και περνώντας μέσα. Στο μεγάλο δωμάτιο του σπιτακιού βρίσκονταν η παραστιά στο αριστερό μέρος κι ένα μεγάλο διπλό κρεβάτι δίπλα της. Το σπιτάκι κάποτε φιλοξενούσε μόνιμα την οικογένεια της γυναίκας του -μάνα και εφτά παιδιά- και γι’ αυτό είχε όλα σχεδόν τα χρειαζούμενα για μόνιμη διαμονή. Στο μέσα δωμάτιο βρίσκονταν τα ξύλα που είχε κομμένα ο μπαρμπα-Μήτσος ομορφοστοιβαγμένα για να μετακινούνται εύκολα.
Μόλις άνοιξε την πόρτα ο γέρος, εμφανίστηκε κι ο γάτης, που γυρόφερνε ολημερίς στα χωράφια ψάχνοντας για τροφή και νιαούρισε τρυφερά υπολογίζοντας πως ο ερχομός του αφεντικού σημαίνει σίγουρο φαΐ και ζεστασιά δίπλα στην παραστιά. Ο γέροντας άνοιξε το φανάρι που κρέμονταν ψηλά απ’ την δοκαροσιά, άφησε μέσα το ντουρά και το ξανάκλεισε. Πήρε ένα φρύγανο του έβαλε φωτιά και σιγά-σιγά με τα λιανά ξυλόκλαδα έφτιαξε μια σπουδαία φωτιά. Έριξε πάνω δυο χοντρά ξύλα και βγήκε να δει μια ματιά τα χτήματα και τα ποτιστικά του. Οι τελευταίες καταρρακτώδεις βροχές είχανε γκρεμίσει πολλούς τράφους στο Πέρα Χωριό κι είχανε κάνει σοβαρές καταστροφές στα χωράφια. Γύρισε στο σπιτάκι τρεις ώρες αργότερα. Είχε προλάβει να μετακινήσει κάποιες πέτρες, ν’ ανοίξει τα χωσμένα χαντάκια, να ρίξει στο ρυάκα σωρούς από φερτά χώματα κι επειδή μαργώσανε τα δάχτυλά του, πήγε να πιάσει την μπουκιά το ψωμί, να πιει δυο κρασιά και να πυρώσει τα χέρια του στην παραστιά. Μπαίνοντας στο σπιτάκι τον τύλιξε το γλυκό θάλπος της φωτιάς που θέριευε και η μυρωδιά από τις φίδες που καιγότανε και τριζοβολούσαν στην παραστιά. Ο γάτης νιαούρισε ανυπόμονα δυο-τρεις φορές συνεχόμενα όταν τον είδε να ανοίγει το φανάρι και να πιάνει το ντουρά. Ο γέρος έβγαλε το μισό ψωμί, τις ελιές, το χερνό και γέμισε προσεκτικά το φλασκάκι του με κρασί. Κάθισε στο σκαμνί κοντά στη φωτιά κι άρχισε να κόβει με φοβερή μαεστρία το χερνό σε φέτες με ένα καταπληκτικό σουγιά που του ‘χε πεμπιζάμενο ο πεθερός του απ’ την Αμερική τα χρόνια εκεΙνα. Έτρωγε αργά χωρίς βιασύνη το χερνό και τις ελιές κι έπινε που και που μια γουλιά απ’ το διαμάντι του, όπως έλεγε με περηφάνεια το κρασί του. Σηκώθηκε κι έπιασε απ’ το ντουρά και τη μισή λαρδάνα, όχι για κείνον βέβαια, αλλά για τον γάτη.
- Μουρέ ντρελίκωσε κακοθάνατε, του φώναξε με ένα τρυφερό μάλωμα στη φωνή του ο γέρος. Κι ο γάτης με μεγάλη βουλιμία, ευτυχής για την απρόσμενη λιχουδιά έπεσε με τα μούτρα και την εξαφάνισε.
Ο μπαρμπα-Μήτσος συνέχισε το τσιμπολόγημα για αρκετή ώρα ακόμη, όχι τόσο γιατί πεινούσε, όσο για να βρει αφορμή να στραγγίσει το φλασκάκι. Όταν πια κόντευε να το αδειάσει σηκώθηκε και έβαλε στο φανάρι το υπόλοιπο χερνό, τις ελιές και το ψωμί, έκατσε δίπλα στη φωτιά κι έβγαλε τα τσιγάρα του. Άνοιξε την ταμπακέρα του έβγαλε ένα μισαδάκι και το τοποθέτησε προσεκτικά στην ξύλινη χειροποίητη πίπα που είχε φτιάξει ο ίδιος, για να μπορεί να καπνίζει μέχρι τέλους το τσιγάρο του. Έπιασε ένα κάρβουνο απ’ την φωτιά, σαν να έπιανε ένα πετραδάκι από χάμω, και άναψε το τσιγάρο του. Σε όσους απορούσαν για το αν καίγεται απαντούσε κατά καιρούς:
- Τα δαχτύλια μου εμένα δεν κάβγουνται. Τά ‘χω σολιασμένα. Τραβούσε με μεγάλη ευχαρίστηση το τσιγάρο του -”Έθνος” άφιλτρο- και τραβούσε που και που τις τελευταίες γουλιές απ’ το φλασκάκι του. Ακούμπησε το κεφάλι του στον τοίχο της καμινάδας που τώρα ήταν πυρωμένος και σκέφτηκε πως πρέπει να σηκωθεί να φορτώσει το γαϊδουράκι του με τα ξύλα πριν σκοτεινιάσει, αλλά και γιατί του φάνηκε πως ντροσοχιόνιζε προηγουμένως που βρισκότανε στο χωράφι.
Τινάχτηκε απ’ το σκαμνί του απότομα κι είδε πως το φλασκάκι που κρατούσε του είχε πέσει χάμω όπως και η πίπα του. Έσκυψε τα μάζεψε και σηκώθηε όρθιος, Παραξενεύτηκε, γιατί ένιωσε μουδιασμένος. Πήγε στην πόρτα άνοιξε κι έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Κόντευε να σκοτεινιάσει κι έξω έριχνε ένα πυκνό-πυκνό χιόνι που δεν τον άφηνε να δει πιο πέρα απ’ το ρυάκα. Κάτω το είχε ήδη στρωμένο και το χειρότερο ήταν πως δεν είχε σκοπό να σταματήσει. Όσο περνούσε η ώρα τόσο δυνάμωνε.
- Μα πότε γίνανε όλα τούτα σε δυο λεπτά, μονολόγησε. Δεν ειν’ αλλιώς μόνου με πήρεν ο ύπνος στη παραστιά και δεν ήπηρα χαμπάρι τίοτα.
- Και τώρα; σκέφτηκε κοιτάζοντας το χιονιά που το δυνάμωσε και το πύκνωσε ακόμα περισσότερο. Πού να πάω με το χιονιά εουτό και με τη σκοτεινάγρα; Δε θες εδώ να φύω και να με βρούνε σε καμιά δυο μέρες χωσμένο μες στα χιόνια; Δεν πάω πουθενά, μονολόγησε αποφασιστικά και πήγε και κάθισε κοντά στη φωτιά. Έριξε δυο χοντρά κουτσούρια μέσα και κοίταξε τον γάτη που είχε κουλουριαστεί και κοιμότανε δίπλα στον πυρόμαχα πανευτυχής.
- Μουρέ τώρα, στου Παπά το Μύλο θα κάμω Χριστόεννα με τον γάτη; μονολόγησε.
Πήγε κι ήρθε δυο τρεις φορές στην πόρτα. Το χιόνι συνέχιζε πυκνό να καλύπτει τα πάντα κι επιπλέον τώρα είχε σκοτεινιάσει για τα καλά και σ’ όλο το Πέρα Χωριό δεν ακουγότανε το παραμικρό. Άνοιξε την πόρτα και αφουγκράστηκε. Απόλυτη ησυχία σε σημείο που ο γέροντας νόμιζε πως άκουγε τον ήχο του χιονιού. Έμεινε κάμποση ώρα στην ανοιχτή πόρτα και κοίταζε μαγεμένος το χιόνι, μιας και το φαινόμενο δεν ήταν τόσο συνηθισμένο στο νησί, τουλάχιστον ως προς την ένταση και την διάρκεια.
Έκλεισε την πόρτα, πήγε στην θυρίδα κι έπιασε ένα παλιό μπρικάκι, το ξέπλυνε με λίγο χιόνι και το γέμισε με ρακή. Ήθελε να πιει μια ζεστή ρακή και να καπνίσει δυο τσιγάρα πριν κοιμηθεί. Έβαλε το μπρίκι στην παραστιά κι όταν καλοζεστάθηκε την έβαλε σ’ ένα μεγαλούτσικο κουτσαφτισμένο φλετζάνι που σερνότανε χρόνια και χρόνια μες στο σπιτάκι και δεν έλεγε να σπάσει. Λες και από τότε που έχασε το χερούλι του είχε πάθει ανοσία και δεν το έπιανε τίποτα. Δεκάδες φορές είχε πέσει στο πάτωμα και πάντα το άτιμο το σηκώνανε γερό. Έπιασε το ψωμί και το βουτούσε κομματάκι-κομματάκι στη ζεστή ρακή και το τρωγε. Ο γάτης που με τη λάτρα ξύπνησε, πηγαινοέρχονταν νιαουρίζοντας ανάμεσα στα ποδάρια του γέρου και γύρευε φαΐ. Κάποια στιγμή βούτηξε σαν στούκας πάνω στο ξώραφο παπούτσι του γέρου και άρπαξε ένα μουσκεμένο ψίχουλο που του είχε πέσει. Το έφαγε με μεγάλη ευχαρίστηση και ξερογλύφτηκε κιόλας. Ο γέρος κοίταζε με ορθάνοιχτο στόμα τον γάτη και γέλασε αμήχανα.
- Μουρέ μα το ψίχουλο με τη ρακή εχάφτης κακοθάνατε; ρώτησε τον γάτη. Μουρέ να, είπε και βούτηξε ένα κομμάτι ψωμί όσο ένα αντίδερο μες στη ρακή, το παπάριασε καλά-καλά και το ‘ριξε του γάτη.
Ο γάτης εφόρμησε στο μεζέ και τον εχάφτηκε μα τη μια. Τον κατάπιε με βουλιμία και φαίνεται πως ψιλοκάηκε ο κάρυδας του γιατί άρχισε το βήχα. Ο γέρος σκασμένος απ’ τα γέλια με τα φυσικά του γάτη, βούτηξε και δεύτερο αντίδερο και του το ‘ριξε. Εκείνος σκεφτικός μεν, πεινασμένος δε, πλησίασε, μύρισε, δοκίμασε και τελικά το έκανε δυο μπουκιές.
Ο γάτης μετά και την δεύτερη μεταλάβαση άρχισε να πηγαινοέρχεται νευρικά μες στο δωμάτιο, να ανεβαίνει πάνω στα στοιβαγμένα ξύλα, να σαλτάρει κάτω, να τρέχει κάτω απ’ το μικρό τραπεζάκι και τα σκαμνιά, να νιαουρίζει μακρόσυρτα, να σκληρίζει με μιαν αλλιώτικη φωνή και γενικά να έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας βαριάς μέθης και ενός πρωτόγνωρου μερακλώματος. Ο γέρος τον έβλεπε να τριγυρίζει δίπλα στην εξώπορτα καψωμένος απ’ τη ζέστη της φωτιάς κι απ’ τη φωτιά της ρακής, κι άνοιξε το ένα φύλλο της πόρτας για να πάρει αέρα το ζωντανό. Ο γάτης με το που είδε την πόρτα ανοιχτή, πήρε φόρα, ζυγίστηκε, ευθυγραμμίστηκε και τρέχοντας “όρτσα λα μπάντα” πέφτει απ’ το μεθύσι του απάνω στο κλειστό πορτόφυλλο. Νιαουρίζει γοερά, σηκώνεται, ξαναπαίρνει φόρα και επιτέλους βρίσκει σημάδι και βγαίνει έξω πέφτοντας ντροσισμένος απάνω στο παχύ πάπλωμα του χιονιού. Έμεινε εκεί για ώρα πολύ μέχρι να σβήσουν οι φωτιές που τον ζώνανε. Ο γέρος άφησε την πόρτα μισάνοιχτη για να ξαναμπεί ο γάτης και πήγε και τάισε την φωτιά με δυο χοντρά ξύλα για να βαστάξουνε μέχρι το πρωί. Μάζεψε τη λάτρα και πήγε να κλείσει την πόρτα μιας κι ο κακοθάνατος ο γάτης επέστρεψε δίπλα στον πυρόμαχα και κοιμότανε βαριά με ένα έντονο κι ακανόνιστο ροχαλητό.
Ο γέρος κοίταξε με έκπληξη προς τα Σαραπέτσα κι είδε ένα λαμπρό φως να καταυγάζει και να φωτίζει ολόκληρο το Πέρα Χωριό απ’ τον Κακαβά ως τον Διπόταμο και τον Καρκό.
- Χριστός γεννάται δοξάσατε, μονολόγησε κάνοντας το σταυρό του.
Έβαλε το μάνταλο στην πόρτα και ξάπλωσε δίπλα στη φωτιά τραβώντας απάνω του ένα χράμι. Γύρισε και κοίταξε το γάτη που εξακολουθούσε να ροχαλίζει σαν εκατοχρονίτης γέρος.
- Καλά Χριστόεννα μπεκρούλιακα, του φώναξε γελώντας κάτω απ’ τα μουστάκια του».
Νικόλας Κατεινάς, Δεκέμβρης 2003
Το διήγημα αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Τ’ Απεράθου”, Αρ. φύλ. 160, Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 2003