facebook twitter youtube googleplus
on/off

ΣκούπαΛαογραφικά: Τα Πάθη

ΤΑ ΠΑΘΗ

Μεγάλη Παρασκευή, Μεγάλη μέρα και για τα παιδιά του χωριού. Θα ξαναπάρουν τα καλάθια, όπως του Λαζάρου, και θα περάσουν πόρτα πόρτα να πουν τα «ΠΑΘΗ». Αυτή τη φορά το καλάθι δεν θα έχει λουλούδια. Θα είναι τυλιγμένο μ’ ένα μαύρο μαντήλι, το τραγούδι πένθιμο κι οι παρέες θα ‘ναι βιαστικές.

Μέχρι τις 12 το μεσημέρι, που θα χτυπήσει η καμπάνα, πρέπει να ‘χουν περάσει όσο το δυνατόν περισσότερα σπίτια. Μετά τις 12 το μεσημέρι… μοιρασιά κι ετοιμασία για τον επιτάφιο.
Κάτω στα Ιεροσόλυμα και στου Χριστού τον Τάφο
εκεί δέντρος δεν ήτανε, δέντρος εφανερώθη.
Ο δέντρος ήταν ο Χριστός κι η ρίζα η Παναγία,
Κι αυτά τα ριζοκλώναρα ήταν οι μαθητές του,
κι αυτά τα φύλλα που ‘πεφταν ήταν οι μάρτυρές του,
που μαρτυρούσαν κι έλεγαν για του Χριστού τα Πάθη:

Σήμερον μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερο βάλανε βουλή οι άνομοι Εβραίοι
οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρισκαταραμένοι
για να σταυρώσουν τον Χριστό των πάντων βασιλέα.
Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι
Να λάβει δείπνο μυστικό να τον συλλάβουν όλοι.

Η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της
Τις προσευχές της έκανε για τον μονογενή της.

Φωνή τής ήρθε εξ ουρανού κι απ’ Αρχαγγέλου στόμα:
-    Φτάνουν Κυρά μου οι προσευχές, φτάνουν και οι μετάνοιες
και  τον Υιόν σου πιάσανε και στον χαλκιά τον πάνε,
και στου Πιλάτου την αυλή εκεί τον τυρρανάνε.

“Χαλκιά – χαλκιά, φτιάξε καρφιά, φκιάξε τρία περόνια”.

Κι εκείνος ο παράνομος βαρεί και φτιάχνει πέντε.

-    Συ Φαραέ που τά ‘φτιαξες πρέπει να μας διατάξεις.
-     Τώρα που με ρωτήσατε, εγώ θα σας διατάξω
τα δυο βάλτε στα πόδια τ’ άλλα τα δυο στα χέρια,
το πέμπτο το φαρμακερό βάλτε το στην καρδιά του
να τρέξει αίμα και νερό να λιγωθεί η καρδιά του.
Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε έπεσε και λιγώθη.
Σταμνί νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο
και τρία με ροδόσταμα για να της έρθει ο νους της.
Μόλις της ήρθε  ο λογισμός μόλις της ήρθε ο νους της
ζητάει μαχαίρι να σφαχτεί γκρεμό να πάει να πέσει,
ζητάει φωτιά για να καεί, για το Μονογενή της:
-Λάβε κυρά μ’ υπομονή, λάβε Κυρά μ’ ανάσα.
-Μα πώς να λάβω υπομονή, μα πώς να λάβω ανάσα;
Είχα Υιό Μονογενή και Κείνον σταυρωμένο.

Η Μάρθα, η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα
του Ιακώβ η αδερφή οι τέσσερις αντάμα
πήραν τη στράτα το στρατί, στρατί το μονοπάτι.
Το μονοπάτι τς έβγαλε μες στου ληστού την πόρτα.
“Άνοιξε πόρτα του ληστού και πόρτα του Πιλάτου”.
Κι η πόρτα από τον φόβο της  ανοίγει μοναχή της.
Κοιτάει δεξιά, κοιτάει ζερβά κανέναν δεν γνωρίζει,
κοιτάει και δεξιότερα και βλέπει τον Αι-Γιάννη.

-Αγιάννη, Αγιάννη Πρόδρομε και Βαπτιστή του Γιού μου,
μην είδες τον Υιόκα μου και τον διδάσκαλό σου;
-Δεν έχω γλώσσα να σου πω, στόμα να σου μιλήσω,
Δεν έχω χειροπάλαμο να σου τον παραδείξω.
Βλέπεις εκείνον τον γυμνό τον παραπονεμένο,
όπου φορεί στην κεφαλή ακάνθινο στεφάνι;
Εκείνος είναι ο γιόκας σου και εμέ διδάσκαλός μου.

Η Παναγιά πλησίασε γλυκά τον ερωτάει:
-Δεν μου μιλάς παιδάκι μου, δεν μου μιλάς παιδί μου;
-Τι να σου πω μανούλα μου, τι να σου μολογήσω:
Αύριο Μέγα Σάββατο κοντά στο μεσονύχτι
μόλις λαλήσει ο πετεινός σημάνουν οι καμπάνες,
σημάν’ ο Θεός, σημάν’ η γη, σημάνουν τα επουράνια,
σημάνει κι η Αγιά  Σοφιά το Μέγα Μοναστήρι
με τετρακόσια σήμαντρα, κι εξήντα δυο καμπάνες,
όποιος τα’ ακούσει σώζεται κι όποιος το λέει αγιάζει
κι όποιος καλά θα το σκεφτεί Παράδεισο θα λάβει!
Παράδεισο και λίβανο από τον Άγιο Τάφο.

 

Πηγή

Γράψτε το σχόλιό σας.