Από τα πιο αξιόλογα, και ενδιαφέροντα έθιμα της Αποκριάς στην Απείρανθο είναι η εμφάνιση κατά την κρεατινή Κυριακή αλλά κυρίως την τυρνή Δευτέρα, το τυρνό Σαββάτο και την τυρνή Κυριακή των κουδουνάτων ή κωδωνάτων, όπως τους ονόμαζαν οι βυζαντινοί.
Η περίεργη εμφάνιση των μεταμφιεσμένων κουδουνάτων προκαλεί περιέργεια αλλά και ευθυμία, καθώς επίσης και χαλάρωση της κοινωνικής ευπρέπειας, η οποία γίνεται με αισχρολογίες και σατυρισμούς, πράγμα που επιτρέπεται λόγω Αποκριάς. Οι βωμολοχίες, ως γνωστόν έχουν αρχαιότατη καταγωγή. Οι χυδαιότητες των μεταμφιεσμένων κουδουνάτων μοιάζουν με αυτές των αρχαίων προγόνων μας.
Στην Απείρανθο η εμφάνιση των κουδουνάτων κάνει τα μικρά παιδιά να φωνάζουν με μέτρο τροχαϊκό και ομοιοκαταληξία: “Να οι μοσκάροι, που να τσι φάν’ οι αδάροι”.
Οι κουδουνάτοι είναι βοσκοί και γεωργοί. Φορούν το λεγόμενο αβαδέλλι (αμπαδέλι), το οποίο είναι κάπα με κουκούλα και έχουν το πρόσωπο σκεπασμένο με ένα μαντήλι ή τουλουπάνι για να μη γνωρίζονται. Επίσης έχουν τη μέση και το στήθος τους περιζωσμένο με χοντρό σκοινί από το οποίο κρέμονται σειρές κουδουνιών. Στο δεξί τους χέρι κρατάνε ένα κουφόξυλο, την ονομαζόμενη “σόμπα”, η οποία είναι βλαστός φυτού κουφοξυλιάς και φύτρωνε στα γκρεμνά του Λύγξη, όπου ακόμα και οι ζούλες δεν μπορούσαν να ανέβουν. Η συνήθεια να κρατάει ο κουδουνάτος τη σόμπα αντιστοιχεί με τα δρώμενα των εαρινών Διονύσιων. Κατ’ αυτά υπήρχε το λατρευτικό έθιμο να επιδεικνύεται και να περιάγεται το ομοίωμα μεγάλου φαλλού μόνου, χωρίς το υπόλοιπο σώμα. Το έθιμο αυτό λεγόταν φαλλοφορία, φαλλαγωγία ή φαλλαγώγιο. Η σόμπα λοιπόν του Απεραθίτη κουδουνάτου είναι ο διονυσιακός φαλλός.
Ο κουδουνάτος επιλέγει συνήθως τα καλύτερα κουδούνια από τα πρόβατά του, τα οποία πολλές ημέρες πριν την περίοδο της Αποκριάς σείει, δήθεν για να ξεσκουριάσουν.
Σύμφωνα με την αφήγηση του Μιχάλη Μπαρδάνη: “Στα προϊστορικά χρόνια είχαμε εδώ στο νησί συχνές επιδρομές πειρατών. Τότε στις κορυφές των γύρω βουνών οι κουδουνάτοι εχτυπούσανε τα κουδούνια, σείοντάς τα και έτσι οι κάτοικοι εμαθένανε πως ήρθανε οι πειρατές και εφεύγανε για τα βουνά γλυτώνοντας την εκτέλεση, ή το λιγότερο την ομηρία”.
Η προσφορά αυτή των κουδουνάτων θεωρήθηκε θεϊκό δώρο και οι ίδιοι οι κουδουνάτοι θεωρήθηκαν αργότερα παιδιά του Δία (Διόσκουροι) και συνόδευαν το Διόνυσο στην πομπή του με ελαφρά τροποποιημένη τη στολή τους.
Κατά τη διάρκεια της τυρνής εβδομάδας, ο κουδουνάτος τρέχει με πολλή ευχαρίστηση από σπίτι σε σπίτι και πηδώντας στα δώματα (ταράτσες) σείει τα κουδούνια του προκαλώντας δαιμονιώδη θόρυβο. Σκοπός των πηδημάτων, βέβαια είναι να προκαλείται όσο το δυνατόν μεγαλύτερος θόρυβος από τα κουδούνια, αφού απώτερος σκοπός τους ήταν να προσελκύσουν την προσοχή των παρισταμένων. Ο κουδουνάτος καμάρωνε και το θεωρούσε παληκαριά να είναι ντυμένος με τα κουδούνια αφού ταυτίζονταν με την αξιοσύνη και τη δύναμη. Αξίζει να σμειωθεί ότι πολλοί Απεραθίτες που βρίσκονταν πολύ μακριά λόγω εργασιακών υποχρεώσεων, έρχονταν στο Χωριό την τυρνή Κυριακή μόνο και μόνο για να ντυθούν κουδουνάτοι. Η εμμονή που είχαν να περιζώνονται με τα κουδούνια, τους κυρίευε. Ηδονίζονταν με τον δυνατό χτύπο των κουδουνιών και μεταφέρονταν σε άλλο κόσμο, εκτός πραγματικότητας, εντελώς συνεπαρμένοι. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι οι κινήσεις τοιυ κουδουνάτου την ώρα που σείει τα κουδούνια είναι ανεξέλεγκτες. Εκτός από τον ίδιο τον κουδουνάτο καμάρωναν βέβαια όλοι οι συγγενείς, οι οποίοι ερχόντουσαν στην Πλάτσα για να τον δουν, αλλά κυρίως η αγαπητικιά του. Χαρακτηριστικά είναι τα παρακάτω κοτσάκια:
Ώχου πως μ’ αρέσει να το
ν (ε) θωρώ τον κουδουνάτο.
Ο πιο ωραίος μου ‘πασι
πως είναι, ότι να τα σεί.
Με κουδούνια άμα ντύνε-
ται, ο πιο λεβέντης είναι.
Απ ταχυτέρου τα φορεί
και να τα βγάλει δεν μπορεί.
Θυμίσου μιαν αποκριά
που τρέχανε μπουρούνια
μες στα στενά οι ποταμοί
κι εφόρου τα κουδούνια.
Και μου λεες πως θα βραχώ
μα το ‘κανα χαλάλι
(γ)ιατί εκουβεδιάζαμε
οι δυο κρυφά απ’ τσ’ άλλοι.
Κι εμένα ‘τονε ο πάππος μου
ο πρώτος κουδουνάτος
με χάρη και με λεβεδιά
και σ’ όλα του σταμπάτος.
Μπορούμε βάβαια να φανταστούμε πόσο δυναμώνει η βοή και ο κρότος των κουδουνιών όταν συνοδεύεται από τις κραυγές των κουδουνάτων και ιδίως όταν πολλές ομάδες από αυτούς συγκεντρώνονται και ξεκινούν από τα διάφορα σημεία του Χωριού για να συναντηθούν όλοι μαζί στην Πλάτσα, όπου στήνουν τον χορό. Εκεί με τις σόμπες που κρατούν χτυπούν ελαφρά τους παριστάμενους προύχοντες και άλλους κατοίκους που υπερέχουν κοινωνικά, οι οποίοι την ημέρα αυτή απέχουν από τις εργασίες τους για να διασκεδάσουν.
Σύμφωνα με μια περιγραφή του Στοβακομαρθαίου το 1934: “Οι κουδουνάτοι τις απόκριες ήπρεπε τα παλαιά χρόνια να ‘ναι δωδεκάδες, ή τέσσερις τριάδες κάθε δωδεκάδα, που θα ξεκινούσαν απού τσι τέσσερις μεριές (άκριες) του Χωριού να ‘ρθουσι στην Πλάτσα για να στρώσουσιν το χορό. Ετότες όχι μόνου μια δωδεκάδα ή δυο δωδεκάδες μα τέσσερις δωδεκάδες ε(γ)ίνουντανε οι κουδουνάτοι”.
Μετά το μεσημέρι της τυρνής Κυριακής οι κουδουνάτοι στην Πλάτσα περιστοιχίζουν νεαρό ζευγάρι μοσκάρων του “γαμπρού και της νύφης” και υποτίθεται ότι τους προστατεύουν και εκτελούν αστυνομικά καθήκοντα.
Τα τοπικά όργανα βιολί, λαούτο, τουμπάκι και τσαμπούνα παίζουν και ο χορός αρχίζει, με το νεαρό ζευγάρι να πηγαίνει μπροστά, ενώ τα κοντινά καφενεία και οι γύρω οικοδεσπότες προσφέρουν άφθονο κρασί. Ξαφνικά όμως κάποιος από τους παριστάμενους προχωρεί προς τον κύκλο του χορού, αρπάζει τη νύφη και φεύγει γρήγορα προς την εκκλησία της Παναγίας, καταδιωκόμενος από τον γαμπρό και τους κουδουνάτους. Μετά από λίγο όμως επαναφέρουν τη νύφη, η οποία είναι μεταμφιεσμένος άντρας και ο χορός συνεχίζεται.
Επίσης εκτός από τη νύφη και το γαμπρό οι κουδουνάτοι συνοδεύουν τη λεγόμενη “γριά”, η οποία είναι άντρας που έχει ντυθεί γυναίκα και κρατάει τη ρόκα, τη γνέθουσα και το καλάθι στο οποίο έβαζε τα αβγά που την κερνούσαν στα σπίτια όπου πήγαινε με τους κουδουνάτους.
Η ομαδική λοιπόν εκδήλωση των κουδουνάτων της Απειράνθου, την οποία διακρίνει η εκτόνωση με τόν λόγο και τις χειρονομίες μέσα στην πλήρη ανωνυμία, επαναφέρει τις συνθήκες των χρόνων εκείνων, κατά τους οποίους οι κοινωνίες δεν είχαν δώσει μορφή στο κάθε τι που αφορούσε τη ζωή τους και δεν είχαν επβάλλει τις απαγορεύσεις που διέπουν σήμερα τη ζωή μας. Άλλωστε οι γιορτές αυτές λυτρώνουν την ψυχή μας και είναι απαραίτητες. Όπως έλεγαν και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι: “Βίος ανεόρταστος, μακρά οδός απανδόκετος”.
Δημήτρης Οικονομίδης, λαογράφος, καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών