Η παρλάτα που ακολουθεί δε διαβάστηκε στην Πλάτσα. Τη βρήκαμε καθαρογραμμένη τις πρωινές ώρες της Τυρνής, ανάμεσα σε πιάτα και ποτήρια, σε μαγαζί του Χωριού. Κανείς απ’ τους οινοβαρείς θαμώνες δεν ήξερε σε ποιον ανήκει. Τη δημοσιεύουμε με την ελπίδα να αποκαλυφθεί ο άγνωστος δημιουργός της.
Μαθέτε δε πολυνοώ
ήντα ’ναι η παρλάτα
και τ’ ανεκάτωσα λοιπό
σα ρώσικη σαλάτα.
(Γ)ιατί μου παραγγείλασι
να σας -ε- σατιρίσω
το ίσο να (γ)ενεί στραβό
και το στραβό πάλ’ ίσο.
Και όποιος παραξηγηθεί
το μάτι ντου να του χυθεί.
Ακούσετέ τα ταδεμή
στη γλώσσα του Διονύσου
π’ όλες οι ρύμνες του Χωριού
μάρμαρα θα (γ)εμίσου.
Νομίζω κάθα αίσθηση
πως χάνωμεν του μέτρου
καθώς μετά την προτομή
που θα στηθεί του Πέτρου,
άλλοι καμμιά διακοσαριά
ανεμένουσιν ακόμα
λεβέντες δίχως πρόσημο
απόχρωση και κόμμα.
Λέσι ότι κατάφατσα
στην πόρτα του Κολέα
τον Πάγκαλο θα στήσουσι
να του κρατά παρέα.
Πού ’ναι χοντροϊβέστατος
ο ίδιος η Μπουλέζα
με πάχος που θα του στερεί
μπάρεμου δυο τραπέζα.
Κι αφού από ευγένεια
δε θα του δώνει πόδι
θα τον τσικνίζει ανηλεώς
με το ψητ’ αχταπόδι.
Που στου Πετρούσκου τα σκαλιά
θα βάλουσιν το Μίκη
να τονε γαλαχτίζουσι
οι μάγκες με τζατζίκι.
Μπροστά στο συνεταιρισμό
να προσελκύει τουρισμό
θα στήσουσιν το Γλέζο
κι απέκειο κατά πρόσωπο
την πιο γλυκειά εκπρόσωπο
πού ’χωμε των Εγγλέζω.
Στο πλάι προς τα δεξιά
θα καμαρών’ η Τζώρτζια.
Και στο πορτάκι του σκολειού
φάτσα Καραβασιολιού.
Στο ΑΤΜ τση Εθνικής
τον πρόεδρο τσ’ Αμερικής
τον ξακουστό Ομπάμα
με γκόλντεν μπόις στα κλεφτά
ν’ αδειάζουν όλα τα λεφτά
που θα ‘ναι μέγα δράμα.
Στη Σάλα πού ’ν’ απλόχωρα
-ήντα βοή κι ανεορά
στα πιο ωραία πόστα;-
να δραπετεύγει στο φτερό
θά ’μπει το ελικόπτερο
με τον Παλαιοκώστα.
Σου Ρηνακιού το μαγαζί
δυο-τρία αγάρματα μαζί
(γ)ερόντοι κουκουέδες
να τσοι στολίζει η κιουρά
με σκουλαρικοντούρντουρα
καδένες και κολιέδες.
Στη μάντρα του δημοτικού
θα βάλουσι πέντ-έξι
να τσοι κερνά ο Πατακός
ρακή ώσπου να φέξει.
Κι αν είναι (Γ)ιώργη βουλευταί
μην καρτεράς μήτε σεφτέ.
Αν τύχει κι είναι υπουργοί
τίοτα δε θα λειτουργεί.
Μ’ αν τύχει κι είναι ποιητές
ή λογοτέχνες ίσως
την κάβα θα σ’ αδειάζουσι
μ’ αβυσσαλέο μίσος.
(Γ)ιατί οι κακοθάνατοι
φημίζουνται (γ)ια ξύδιες
τύποι μποέμ και πότηδες
μπεκροκανάτες ίδιες.
Κι αν είναι και αριστεροί
ψούνισες φίνο μουστερή.
Στου (Γ)ιωργακιού του Τσάκωνα
το (Γ)ιάννη το Ζευγώλη
με μεθυσμένες δοξαριές
να μας συμπαίρνει όλοι.
Κι ήκουσα πως προτείνεται
στου Μπούφου σ’ έναν τράφο
να βάλουσιν τσοι προτομές
τω δημοσιογράφω.
Κι ετού σατά απέναντι
απάνω σε μια μπάγκα
θα πίνει ο Κακάουνος
παρέα με τον Τράγκα.
Και θα τσοι πλαισιώνουσι
τω μίντια αστέρες
να ρίχνουσι θανατερές
μαθιές οι θυατέρες.
Στο σέντζο πού ’ν’ οι όρθιοι
θα στέκουνται ηθοποιοί.
Και δίπλα πού ’ναι ήσυχα
θά ’μπει ο Πέτρος του Νυχά.
Κι ένα χαράκι πίσω ντου
ο άλλος Πέτρος του Ντοντού.
Ακούω πως θα στήσουσι
ως και εικονολήπτες
να κάνουσι χρυσές δουλειές
οι απεραθίτες γλύπτες.
Που αγάρματα θα κάνει
ο (Γ)ιώργης του Κουτσαβο(γ)ιάννη.
Και ο (Γ)ιάννης του Νανούρη
θα σμιλεύγει κάθα μούρη.
(Γ)ια να σκαλίζει πρόσωπα
μάθια, αυθιά και μύτη
φέρασιν απ’ τη ξενιθειά
μέχρι και το (Γ)ιωργίτη.
Όξω απ’ το Σαμαράδικο
θα βάλουσι με πανικό
τον τσίφτη πρόεδρό μας
Τζορμπά που γνοιάζεται (γ)ια μας
και που χαρά στη μοίρα μας
χαρά στο ριζικό μας.
Και φάτσα ένας αραμπάς
που θά ’ναι μέσα ο Αμπάς.
Ανάμεσά ντωνε χλωμή
θα στήσουσιν την προτομή
του (Γ)ιάννη του Μπαρδάνη
σαν άγαρμα ο δήμαρχος
ίσως του φύει ο λήθαργος
και πλιότερα θα κάνει.
Και δίπλα στην απλοχωριά
με γελαστή καρδιά, θωριά
τση Σαβαστής η Σόφη
και σαν τα τυραθότυρα
παραταγμένοι στη σειρά
του ΑΠΑΣ οι συντρόφοι.
Στ’ Αη-Αντωνιού το ιερό
να μη σου μείνει άντερο
οι συνωνόματοί ντου
πρώτος ο Ντώνης του Παπά
πό’ ’χει τιμές απαπαπά
καβάλα στο παπί ντου.
Τσαμπούκος είν’ ο έτερος
που δεν υπάρχει δεύτερος
και τονε καμαρώνεις
και ο Γαλάνης ν’ ακλουθά
και ο Ράσελ να τσ’ ανεβουθά
κι ο Τσικαλαδαντώνης.
Το πιο φωτεινό αστέρι
ο Αντουάν σου είναι Μαίρη.
Και αμπρουστά στου Τσαμπουκά
παρέα με το Μάουκα
βαστώντας μια παλέτα
θωρούμε τον Ιάσονα
με την Αργώ να ξετονά
και να (γ)ελά τη Λέτα.
Απάνω σ’ ένα άρμπουρο
φαρδύ-πλατύ τον Κατσουρό
που επιζητά τη ρήξη
κι ασκεί υψηλή επόπτευση
που τον ΠΟΑΝ σε πτώχευση
κόντευγε να κηρύξει.
Αμέσως μόλις ξεμυτάς
στην πόρτα τση Κοινότητας
ο Μίχαλος που απέχει
πού ’τονε πρόεδρος τρανός
και δήμαρχος αυριανός
μα όμως δεν του τρέχει.
Δίπλα θα στέκει ο Μπανιάς
με τη Σοφκιά τση Μπαρδανιάς.
Κι ανάμεσά ντωνε θαρρώ
πως ξεχωρίζω τον Αρό.
Κι επά σατά στο Πέτρινο
θα στήσουσιν το Μεντινό.
Πού ’χει όλα τα προσόντα
και παρέα ντου το Βόντα.
Και στου μουσείου τα σκαλιά
το άγαρμα του Χαρχαλιά.
Που θα μας (ε) κλει το μάτι
ο αντριάντας του Σταμάτη.
Με τη βιόλα ντου ο Σταμάτο-
(γ)ιάνννης θά ’μπ’ ετού πιο κάτω.
Και στου Μάρκου στέκει ο Πέτρα-
θούσης με μια αρχαία πέτρα.
Και ο Νταμουλοκωσταντής
πίνοντας μπύρα Άμστελ
κορδώνεται καμαρωτός
απ’ όξω απού του Ράσελ.
Και στου Τσιγκο(γ)ιώργη αψήλου
το (Γ)ιαννάκι του Σοΐλου.
Μού ’πασι πως οι προτομές
τελειώνουσιν εφέτι
του Μάλαμα, τ’ Αμοργινού
και του Γλεζολοθέτη.
Που τα καντούνια του Χωριού
αγάρματα (γ)εμώσα
και θά ’μπουσι ως τη Λαμπρή
μπάρεμου άλλα τόσα.
Ο (γ)είτονας, ο πάππος μου,
ο μπάρμπας, η (γ)ια(γ)ιά μου
και κατά πως που φαίνεται
μέχρι κι η κορμαλιά μου.
Αφού με σπάνιες μορφές
(γ)εμώσασιν οι τόποι
μην παραπονεθεί κανείς
πως φεύγουν οι αθρώποι.
Παράδεισος είν’ το Χωριό
(γ)ια κάθα σουρωμένο
κατά τ’ απομεσήμερο
στο σπίτι θα πααίνω.
Το μεθυσμένο βήμα μου
όπου με παρασύρει
παρέα θά ’χω εκλεχτή
(γ)ι’ ακόμα ένα ποτήρι.
Ο Φλώρακας τσ’ Ανεστασάς
κι ο άλλος τση (Γ)ιωργίας
με κόσμο θα γλεντίζουσι
τρανό μέχρι πρωίας.
Κι ο Τίγρης θά ’χει άφθονοι
εξαίρετοι συντρόφοι
Ξυλούρη να των τρα(γ)ουδεί
να λέει (γ)ια τον ΟΦΗ.
Κι ο Βέλος τόσες προτομές
θωρεί κι έχει σαστίσει
αλλά δουλειώ στην φούρια ντου
να μην τσοι σοφαντίσει.
Και το Πετράκι του Σταυρή
το Μπιθικώτση ώσπου να βρει
κοντεύγει νά ’βγει τέζα
μέσα περνά κι όξω ’ρχεται
πίνει και δεν κουράζεται
και γνέφει ντου η Αννέζα.
Στην Πλάτσα στο περίπτερο
ο Γλεζομπίλ με το νερό
και τον καφέ στο δίσκο
και η Βαρβάρα η κιουρά
και η Σμαρώ μ’ ένα ντουρά
(γ)εμάτο πάστα Μίσκο.
Τέθοιες προσωπικότητες
ευγενικές κι αμίλητες
κάθα αυγή κι εσπέρα
τον πόνο σου να τωνε λες
κι ευτές με βλέμμα αφελές
να αξανοίουν πέρα.
Σαν τη Σαμπλό(ν) τω Βρυξελλώ
μ’ αγάρματα τόσων τρελώ
και με Ευρώπης χρώμα
τσοι στράτες σας εστόλισα
μα κρίμας ούτε τα μισά
δε μπήκασιν ακόμα.