facebook twitter youtube googleplus
on/off

M. AstypalaiaBooks: Paramythi-To xruso koutaki

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα κι είχανε ένα μοναχογιό.

Μια μέρα του λέει ο πατέρας του: «Βλέπεις, παιδάκι μου, πως άλλο παιδί δεν έχω κι έτσι όλη μου η περιουσία είναι δικιά σου. Γι’ αυτό θέλω να σε παντρέψω, να κάμεις παιδάκια, να τα βλέπω κι εγώ, ο καημένος, να χαίρομαι στα γηρατειά μου, γιατί εσύ είσαι η μόνη μου ελπίδα». Μα το βασιλόπουλο με κανένα τρόπο δε θέλει να παντρευτεί, κι όσα του λέει ο μπαμπάς του από το ένα αυτί τα βάζει κι από τ’ άλλο τα βγάζει.

Σε καμιά βδομάδα, του το λέει πάλι ο μπαμπάς του, μπας κι άλλαξε γνώμη.

«Παιδί μου, διάλεξες καμιά; Όποια σ’ αρέσει, εκείνη θα σου δώσω».

Αν μιλεί η πέτρα, μιλεί και το βασιλόπουλο! Τα μυαλά του έτσι εύκολα δε γυρίζουν.

Τι να κάμει ο βασιλιάς; Βάζει μεσίτρες, του μιλούν, του ξαναμιλούν, μα τίποτα δεν καταφέρνουν.

Ακουγότανε όμως πως σ’ έναν τόπο ήτανε μια πάρα πολύ όμορφη κι έβαλε ένα στοίχημα: «Όποιος καταφέρει να την κάνει να του μιλήσει, τρεις φορές, θα τον πάρει άντρα της, αλλιώς, όποιος κι ήταν, θα τον σκοτώνανε». Του ήρθε λοιπόν κι αυτουνού η όρεξη να πάει να στοιχηματίσει για κείνη την κόρη.

Μια μέρα λοιπόν, που του ξανάλεγε ο μπαμπάς του να παντρευτεί, του λέει:

«Ε, σαν θες, πατέρα μου, να με παντρέψεις, να μου δώσεις εκείνη την όμορφη».

«Έλα, παναγιά μου, έλα στο νου σου, παιδάκι μου, και μακάρι να μου περνούσε και με τις χαρές σου. Μα δεν ακούς πως εκείνη στοιχηματίζει κι έχει τόσα παλικάρια σκοτωμένα; Θέλεις να σου φάει και το δικό σου κεφάλι; Έχει δα τόσες άλλες βασιλοπούλες και βεζιροπούλες, που είναι σαν τα κρύα νερά, και καμιά δε σ’ αρέσει;»

«Αυτά, που μου λες, είναι παραμύθια, και ζητάς να μου σβήσεις τη φωτιά. Εγώ, μπαμπά μου, δεν παντρεύομαι άλλη. Θα φύγω και θα πάω για κείνη, κι ας χάσω και τη ζωή μου για το χατίρι της».

«Αχ, παιδάκι μου, πώς μου καις την καρδιά με τ’ άσχημά σου λόγια! Δε λυπάσαι εμένα, δε λυπάσαι τη μάνα σου, που υπέφερε, η καημένη, τόσα και τόσα ώσπου να σε κάμει κοτζάμ παλικάρι. Αυτά είναι τα καλά που περιμέναμε από σένα, να μας ποτίσεις χολές και φαρμάκια τώρα στα γεράματά μας; Αχ, και τι να σου πούμε, σαν δεν ακούς καθόλου τους μεγαλύτερούς σου, και θα πας κακήν κακώς! Όχι, όχι, να μη σε βρει κακό, παιδί μου! αστοχιά στα λόγια μου».

«Τίποτα, τίποτα μη μου λες, πατέρα. Τα μυαλά μου δε γυρίζουν».

Ε, τότε πια μαύρισε το μάτι του βασιλιά να κλαίει μπροστά του, σα μωρό παιδί, να πολεμά για το καλό του, κι εκείνος στο γινάτι του γινάτι.

Read more…

Write your comment.