facebook twitter youtube googleplus
on/off

M. AstypalaiaBooks: Paramythi-I timia gunaika

Μια φορά ήταν ένας πολύ πλούσιος άνθρωπος κι είχε μια γυναίκα που δεν έκανε παιδιά. Πήρε λοιπόν μια ψυχοκόρη και την ανέθρεψε και της έγραψε όλη του την περιουσία. Κι ήτανε, στ’ αλήθεια, μια πολύ όμορφη και καλή κόρη.

Κάποτε, ο άντρας κι η γυναίκα πέθαναν κι η κόρη κληρονόμησε όλα τους τα πλούτη.

Κάθε σκόλη μαζεύονταν στο σπίτι της κι άλλα κορίτσια και της κρατούσανε συντροφιά.

Μια μέρα, που κάθονταν στο μπαλκόνι κι έπαιζαν χαρτιά, πέρασε από κάτω ένα παλικάρι και καθώς είδε την κόρη, τριγύριζε από κάτω και δεν έλεγε να φύγει. Όταν έφυγαν τ’ άλλα κορίτσια, να πάει το καθ’ ένα στο σπίτι του, κι έμεινε ολομόναχη η κόρη, σκύβει και ρωτάει το παλικάρι: «Τι έχεις, παλικάρι μου, και δεν πας στη δουλειά σου;»

«Άχου, μάτια μου», της λέει, «και πώς μπορώ να φύγω από δω να και ν’ αφήσω εσένα;»

Την άλλη μέρα το παλικάρι πάλι από κάτω από το σπίτι της κόρης. Τότε κι αυτή, που της άρεσε το παλικάρι, γιατί ήτανε και λιγάκι λεβέντης, του φωνάζει ν’ ανεβεί απάνω. Ανεβαίνει αυτός, με πολλή χαρά, και τον ρωτάει: «Τι σκοπό έχεις;».

«Αν δε σε παντρευτώ, ψυχή μου, θα πέσω να θανατωθώ!»

«Όχι», του λέει, «γιατί να σκοτωθείς, που είσαι νέος; Εγώ είμαι λεύτερη, έχω κάμποσα πραματάκια, που μ’ άφησαν οι γονείς μου, και θέλω κι εγώ να βρω ένα παλικάρι, που να μπορεί να με ζήσει. Ας είσαι λοιπόν, του λόγου σου».

Φωνάζουν τότε τους παπάδες και τους παντρεύουν.

Σαν πέρασε κάμποσος καιρός, κι είδε η κόρη πως ο άντρας της δεν ήθελε να πιάσει καμιά δουλειά, κι ούτε να βγει έξω από το σπίτι και, κόντευαν κιόλας να φάνε κι όλη της την προίκα, του λέει μια μέρα: «Για πες μου, άντρα μου, τι σκοπό έχεις; Μέχρι πότε θα κάθεσαι έτσι δα, χωρίς να κάνεις τίποτα; Βλέπεις πως σιγά-σιγά δε θα ’χουμε ούτε ψωμί να φάμε;»

Εκείνος, στο γουδί το γουδοχέρι! Τον έβλεπε η κόρη και πικραινότανε. Αφού πια είδε κι αποείδε, πως δεν έχει όρεξη για τίποτα, βγαίνει αυτή, ψάχνει από δω, ψάχνει από κει, του βρίσκει μια δουλειά, να μπαρκάρει μ’ ένα καράβι.

Γύρισε λοιπόν στο σπίτι και του είπε τα νέα.

Τότε εκείνος της λέει: «Ξέρεις, γυναίκα μου, γιατί δε θέλω να πάω σε καμιά δουλειά; Γιατί, θαρρώ, πως άμα φύγω από κοντά σου, θα σε πάρει κανένας άλλος και θα μείνω ’γω στα κρύα του λουτρού».

«Έννοια σου, άντρα μου, μην έχεις καμιά υποψία πως εγώ θα σου κάμω τέτοιο πράμα. Και για να ’σαι σίγουρος, πάρε μαζί σου αυτή τη φορεσιά τα ρούχα, που ’ναι άσπρα σαν το κρίνο, και σαν τα δεις να λερωθούν, τότε να πεις πως σ’ απάτησα, αλλιώς θα μείνω πάντα πιστή σε σένα».

 Read more…

Write your comment.