facebook twitter youtube googleplus
on/off

M. AstypalaiaBooks: Paramythi-O poniros geros

Μια φορά ήταν ένας γέρος και μια γριά και δεν είχανε παιδάκια. Ήτανε όμως νοικοκύρηδες. Είχανε τ’ αμπέλια τους, τα χωράφια τους, τα βόδια τους και δεν τους έλειπε τίποτα. Σαν παραγέρασε πια ο γέρος και δεν μπορούσε να τα φέρει βόλτα, όλ’ αυτά που είχε, σκεφτήκανε να τα πουλήσουνε, να πάρουνε παράδες και να καλοπεράσουνε τα γηρατειά τους. Τα πούλησαν λοιπόν όλα κι άφησαν μόνο ένα όμορφο δαμαλάκι, που το ήθελε η γριά, για παρηγοριά, αφού δεν είχε άλλη συντροφιά.

Είχε λοιπόν, η καλή σου η γριά, το δαμαλάκι κάμποσο καιρό και το τάιζε και το πότιζε, σαν να ήτανε παιδί. Όταν όμως μεγάλωσε, το βαρέθηκε και λέει του γέρου:

«Γέρο μου, να βρεις κανένα να πουλήσουμε το δαμάλι, γιατί το βαρέθηκα».

«Και ποιόν να βρω;» της λέει ο γέρος. «Σαν θέλεις να το πουλήσεις, να το πάρεις την Κυριακή το πρωί, να το πας στο χωριό, που θα ’ναι μαζεμένοι οι αθρώποι, να το μοσχοπουλήσεις».

Καλά της το ’πεν ο γέρος, καλά το κάνει. Την Κυριακή το πρωί παίρνει το δαμάλι και το πάει στο χωριό. Εκεί που το πήγαινε τη βλέπουνε τρεις δεκατιστές*, που πηγαίνανε στην εκκλησία, κι αποφασίζουνε, μεταξύ τους, να γελάσουνε τη γριά και να της πάρουνε το δαμάλι για τράγο. Παίρνει κι η γριά το δαμάλι, πάει έξω από την εκκλησία και περίμενε ν’ απολύσει, για να βγει ο κόσμος και να το πουλήσει.

Αφού απόλυσε η εκκλησία, βγαίνει ο ένας δεκατιστής, πάει κοντά στη γριά και τη ρωτάει: «Πόσο τον πουλάς, γριά, αυτόν τον τράγο;»

«Καλέ, τι λες; Δε βλέπεις πως είναι δαμάλι και τον λες τράγο; Μπας κι είναι τα μάτια σου ακόμα θαμπωμένα και δεν καλοβλέπεις;»

«Μωρή, γριά», της λέει πάλι αυτός, «έλα στο νου σου, μη λες τέτοια λόγια, να μη σε γελούν οι αθρώποι. Να σου δώσω τριάντα γρόσια* να μου δώσεις τον τράγο;»

«Άμε στο καλό σου, χριστιανέ μου, και μη με πειράζεις!»

Δεν πρόλαβε αυτός να πάει παρακεί, βγαίνει ο άλλος και της λέει:

«Τι ’ναι γριά; Μου πουλάς αυτόν τον τράγο;»

Η γριά, που ’λαφροζύγιαζε* κομματάκι, κοίταξε καλά καλά το δαμάλι, μπας κι ήτανε τράγος, κι ύστερα του λέει:

«Καλέ μου, άνθρωπε, αυτό είναι δαμάλι. Γιατί μου το λες τράγο;»

«Μπα, μπα!», της λέει ο δεκατιστής, «ξέρεις και χωρατά;»

«Και πόσα μου δίνεις;» λέει η γριά.

«Πόσο να σου δώσω; Να σου δώσω εισοσπέντε γρόσια, γιατί πια είναι και γέρικος ο τράγος».

«Μπα, αυτό δε γίνεται. Θα με σκοτώσει, την κακομοίρα, ο γέρος μου. Εκείνος, που κάθεται εκεί δα, μου ’δινε τριάντα και του λόγου σου μου δίνεις εικοσπέντε!»

«Άι, να χαίρεσαι το πράμα σου, γριά μου», της λέει και πάει κι αυτός και κάθεται μαζί με τον άλλο.

Read more…

Write your comment.