Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας βασιλέας κι ένας παπάς, κι είχανε τόσες αγάπες που θαρρούσες πως ήταν αδέλφια. Μαζί τρώγανε, μαζί πίνανε, μαζί ξεκακίζανε*, και μια στιγμή ν’ αποχωριστούνε δεν μπορούσανε.
Όλα τα καλά είχανε μα τι τα θέλεις, που οι γυναίκες τους ήτανε στείρες και, πάντα τους, ήτανε πικραμένοι που δεν είχανε κληρονόμους.
Μια μέρα, εκεί δα που κουβεντιάζανε οι δυο τους, λέει ο βασιλιάς:
«Ε, ψυχή μου, παπά, τι καλό που θα ’τανε για μας να γκαστρωνότανε οι γυναίκες μας,
και να κάμουνε ένα αγόρι κι ένα κορίτσι να μην ξεχωρίσουμε καθόλου…»
«Καλό θα ήτανε, βασιλιά μου», λέει ο παπάς, «μα δεν είναι στο χέρι μας κι εμείς δεν μπορούμε να τα βάζουμε με το Θεό, δόξα στ’ όνομά Του!»
Μα έλα, που και οι δυο ήτανε καλοί άνθρωποι, γιατί κανένα δεν αδικήσανε, ελεημοσύνες κάνανε, κι ο Θεός τους αγαπούσε κι άκουσε το λόγο τους και γκαστρωθήκανε οι γυναίκες τους.
Μήνας έμπαινε, μήνας έβγαινε και τα κοιλιδάκια της βασίλισσας και της παπαδιάς φουσκώνανε, κι ο βασιλιάς κι ο παπάς ήτανε να τρελαθούνε, όσο τα βλέπανε, πράμα που δεν το ελπίζανε.
«Τώρα στα γεράματα, να μάθ’ ο γέρος γράμματα;» μα βλέπεις, πως κανένας δεν πρέπει ν’ απελπίζεται άμα πιστεύει στο Θεό!
Τι τα θέλεις; Ήρθε κι η ώρα τους να γεννήσουν και γεννούν κι οι δυο αγόρια, κι όχι όπως τα περιμένανε. Μα και γι’ αυτό πάλι δεν πικραθήκανε, για να μη τους βαρεθεί κι ο Θεός, μόνο κάμανε δοξολογιές μεγάλες και χαρές και ξεφάντωσες. Και λέει κι ο βασιλιάς του παπά, να μη στενοχωριέται καθόλου γιατί και τα δυο θα τα φροντίζει αυτός το ίδιο, για μεγαλώσουνε δηλαδή βασιλικά.
Τα παιδιά μεγαλώνανε σαν τα βλασταράκια, κι ο καθένας χαιρότανε να τα βλέπει. Και σαν μεγαλώσανε κάμποσο, ο βασιλιάς έχτισε, με δικά του έξοδα, ένα μεγάλο πύργο, πολύ όμορφο, κι εκεί έβαλε και τα δυο παιδιά, να αναθρέφονται μαζί και ν’ αγαπιούνται από μικρά.
Κάθε πρωί λοιπόν ήθελαν να σηκωθούνε, να νιφτούνε, να πάρουνε τα καφεδάκια τους και ν’ αγκαλιαστούνε να πηγαίνουνε στο σχολειό τους, σα δυο αγγελόπουλα μ’ όλες τις χάρες και τις ομορφιές. Κι ο κόσμος χαιρότανε να τα βλέπει. Μόνο που, πότε πότε, τα μάλωνε ο δάσκαλος, γιατί αργούσανε να πηγαίνουν στο σχολειό. Γιατί, σαν παιδιά που ήτανε, σαν τελειώνανε το διάβασμά τους αποβραδίς, αρχίζανε το παιχνίδι κι έτσι, περνούσε πολλή νύχτα ώσπου να κοιμηθούνε, και το πρωί δε νιώθανε να σηκωθούνε.
Αφού λοιπόν τα μάλωσε και μια και δυο ο δάσκαλος, λέει το παπαδόπουλο, που ήτανε πιο έξυπνο και πιο δυνατόκαρδο, να κανονίσουνε να μην κοιμούνται κι οι δυο μαζί αλλά, τη μισή νύχτα να κοιμάται ο ένας και την άλλη μισή ο άλλος.