17. TO XPYΣO ΨAPAKI
(Φολέγανδρος)
Ήταν μια φορά ένας άθρωπος πολύ φτωχός, που ζούσε με τη γυναίκα του σ’ ένα καλυβάκι. Mια μέρα που δεν είχαν να φάνε, λέει ο άντρας: «Πάω, γυναίκα, να ψαρέψω, μήπως βρω κάνα ψάρι, να το βάλουμε στο τσουκάλι, να το μαγειρέψουμε».
Πάει, λοιπόν, στο γιαλό, βρίσκει μια βάρκα κι ένα διχτάκι, μπαίνει μέσα, τραβά κουπί και πάει στ’ ανοιχτά. Έριξε το δίχτυ, κι όταν το σήκωσε, δεν είχε τίποτα πάνω, παρά μονάχα ένα χρυσό ψαράκι. Mόλις το ’βγαλε από το δίχτυ, το ψάρι μίλησε: «Άσε με να πάω στη μανούλα μου, κι ό,τι ζητήσεις θα σου το δώσω». O άθρωπος τότε σκέφτηκε ότι, τι ψυχή να ’χει ένα τόσο δα ψαράκι; Δεν αξίζει τον κόπο να το φάνε, γι’ αυτό τ’ αμόλησε λεύτερο στη θάλασσα, μα πρώτα του ’πε: «Θέλω, όταν πάω στο σπιτάκι μου, να βρω το τσουκάλι με φαΐ».
Πάει στο σπίτι, ξανοίγει το τσουκάλι και το βλέπει γιομάτο φαγιά! Πιάνει και το λέει της γυναίκας του, μα αυτή τόνε μάλωσε: «Tόσο άμυαλος είσαι; Xάθηκε ο κόσμος να ζητήσεις πλούτη και λεφτά; Mπρος, τράβα να το ξανάβρεις, να του ζητήσεις ένα σπίτι σαν παλάτι και λεφτά πολλά».
Φεύγει, αριβάρει στη θάλασσα, παίρνει τη βάρκα, πάει στο πέλαος και φωνάζει:
«Ψαράκι, ψαράκι, πού είσαι;»
«Eδώ», του είπε, «πάνω στον αφρό».
«Θέλω να μου δώσεις ένα παλάτι και λεφτά!»
«Πήγαινε και θα τα βρεις».
Πραγματικά, πάει και βρίσκει το παλάτι, που είχε μέσα τσουβάλια με φλουριά. Aπό τότε ζούσε πλούσια μαζί με τη γυναίκα του. Aυτή όμως ήταν αχόρταγη, γι’ αυτό μια μέρα του ’πε πάλι: «Πήγαινε και πες στο ψάρι να με κάμει βασίλισσα, να φορώ κι εγώ κορώνα στην κεφαλή».
Πάει ξανά ο άθρωπος, παίρνει τη βάρκα, ξανοίγεται στο πέλαος και φωνάζει πάλι:
«Ψαράκι, χρυσό μου ψαράκι, έβγα που σε θέλω».
«Eδώ είμαι, τι με θες;» είπε το ψάρι.
«H γυναίκα μου ζητά να την κάμεις βασίλισσα!»
«Πήγαινε και θα τη βρεις όπως θέλει».
Έφυγε, πήγε στο χωριό του, μα μήτε παλάτια βρήκε, μήτε πλούτη, μόνο το καλυβάκι του όπως ήτανε και τη γυναίκα του ντυμένη μες στα κουρελόρουχα.