Κόκκινη κλωστή δεμένη
την ανέμη τυλιγμένη,
δώσ’ της κλότσο να γυρίσει,
παραμύθι ν’ αρχινήσει
και την καλή σας συντροφιά
να την καλησπερίσει.
Καλησπέρα τσ’ αφεντιάς σας.
Μια φορά ήτανε ένας βασιλιάς, που τον λέγανε Απολλώνιο κι είχε και μία γυναίκα που τηνε λέγανε Αρχιστράτα. Ζούσανε αγαπημένα και βασιλεύανε σε μια χώρα, μα ήρθε καιρός που έπρεπε να φύγουνε και να πάνε σ’ άλλο μέρος. Μπήκανε λοιπόν μέσα σ’ ένα καράβι και ξεκινήσανε το ταξίδι , μα η βασίλισσα ήτανε έγκυος και μέσα στο καράβι την πιάσανε οι πόνοι και γέννησε κι έκαμε ένα όμορφο κοπελουδάκι σαν άγγελο.
Από τους πολλούς όμως πόνους κι από τη φουρτούνα τη μεγάλη, που είχε πιάσει, λιγώθηκε η βασίλισσα και όλοι μέσα στο καράβι θαρρέψανε πως πέθανε.
Αφού λοιπόν την κλάψανε καλά, πιάσανε και τη βάλανε μέσα σε μια ολόχρυση κασέλα, γράψανε πάνω τ’ όνομά της και τηνε ρίξανε στη θάλασσα.
Η κασέλα έπλεε πάνω στη θάλασσα και το κύμα την πήγαινε, την πήγαινε, ίσαμε που την έφερε από κάτω από ένα μοναστήρι. Την είδε τότε ο ηγούμενος που ήτανε με πέντ’ έξι καλόγερους κάτω στα βώλια*, την έβγαλε έξω στη στεριά κι αφού την άνοιξε, είδε την Αρχιστράτα και την ξελίγωσε.
Η βασίλισσα σάστισε και δεν καταλάβαινε πως είχε βρεθεί εκεί, μα με τα πολλά κατάλαβε και αφού τους είπε την ιστορία της, έγινε καλογραία κι έκατσε μαζί τους στο μοναστήρι. Την κασέλα την κρεμάσανε στην πόρτα του μοναστηριού, μήπως λάχει καμιά φορά να περάσει κανένας που να ξέρει την Αρχιστράτα, να δει την κασέλα και να καταλάβει πως η βασίλισσα βρίσκεται στο μοναστήρι.
Ας αφήσουμε τώρα τη βασίλισσα στο μοναστήρι, κι ας πιάσουμε το βασιλέα, που πήρε την κόρη του και πήγε στην πατρίδα του, την έβαλε σε παραμάνα, την ανάστησε, τη μεγάλωσε και την έκαμε μια ωραία κοπέλα. Αλλά κηρύξανε πόλεμο του Απολλώνιου και δεν είχε που ν’ αφήσει την κόρη του. Την άφησε λοιπόν στον Στρογγύλιο, που ήτανε φίλος του και βεζίρης του και πήγε στον πόλεμο. Αυτός ο Στρογγύλιος είχε μια κόρη πολύ άσκημη, που ζήλευε τη βασιλοπούλα, επειδή ήτανε όμορφη και μια μέρα λέει της μάνας της: «Ή τη βασιλοπούλα θα βγάλετε από δω ή εγώ θα πεθάνω». Αφού είδε η γυναίκα του Στρογγύλιου ότι η κόρη της δεν μπορεί να βαστάξει από τη ζήλια της, κατάφερε το Στρογγύλιο να βγάλουνε από τη μέση τη βασιλοπούλα. Την δώσανε λοιπόν σ’ ένα δούλο τους, για να τη σεργιανίσει τάχατες και του παραγγείλανε να την πάει πολύ μακριά με τη βάρκα κι ύστερα να την πνίξει. Ο δούλος την πήρε, την έμπασε μέσα στη βάρκα και την πήγαινε, την πήγαινε, ίσαμε που απόστασε πια η βασιλοπούλα και του είπε: «Στο Θεό σε ορκίζω να μου πεις γιατί με πηγαίνεις έτσι μακριά. Μπας και σου είπανε να με πνίξεις;» Ο δούλος, ο κακομοίρης, ήτανε πονόψυχος και άρχισε να κλαίει και να της λέει ότι πρέπει να την πνίξει, γιατί έτσι τον έχουνε διατάξει. Η βασιλοπούλα τότε γυρίζει και του λέει: «Λυπήσου με, μη με πνίξεις, μοναχά βγάλε με απάνω στο βουνό κι άφησέ με εκειδά να με φάνε τα άγρια θηρία και πες τους ότι μ’ έπνιξες».