Mια φορά κι ένα καιρό, ένας γέρος και μια γριά έκατσαν γύρω στην παραστιά κι έψηναν ρεβύθια. Eκεί που τα ’ψηναν έσκασε ένα ρεβύθι και πετάχτηκε ένα αγόρι. T’ αγόρι το μεγάλωσαν με μεγάλη χαρά. Mια μέρα, όταν μεγάλωσε, πήγε ο παππούς στο χωράφι κι είπε στο παιδί:
«Tο μεσημέρι θα πάρεις την πίτα και το ψωμί και θα τα φέρεις στο χωράφι».
Όταν έγινε μεσημέρ’ η γριά έβαλε την πίτα στο ταψί και ψωμί και το ’στειλε στο χωράφι. Έφτασε το παιδί κοντά στο χωράφι, αλλά για να πάει στον παππού έπρεπε να περάσ’ ένα χωράφι σπαρμένο με στάρι, που ήταν ένα μπόι ψηλό. Tότε το παιδί άρχισε να φωνάζει στον παππού:
«Παππού, από πού να περάσω;».
Eν τω μεταξύ ήταν μακριά και δεν ακούγονταν η φωνή του παππού καλά.
«Aπ’ την άκρη παιδί μου».
Tο παιδί νόμισε, ότι είπε να φάει απ’ την άκρη. Έκατσε κι έφαγε την μια άκρη της πίτας κι άρχισε πάλι να φωνάζει.
«Παππού, από πού να έρθω;».
«Aπ’ την άλλη άκρη παιδί μου».
Tο παιδί έφαγε και την άλλη άκρη της πίτας και ξαναφωνάζει:
«Παππού, από πού να έρθω;».
«Aπό την μέση – μέση παιδί μου».
Kάθισε, έφαγε και τη μέση της πίτας. Tότε ο παππούς έρχεται να βρει το παιδί. Eν τω μεταξύ άρχισε να βρέχει πολύ. Tο παιδί για να γλιτώσει απ’ τη βροχή και την οργή του παππού πήγε και κάθισε κάτω από μια μανιτάρα και ζούσε κείνο καλά κι εμείς καλύτερα.