facebook twitter youtube googleplus
on/off

ΛευκίμηΒιβλία: Παραμύθι – Tα τρία αδέλφια

Mια φορά κι έναν καιρό ζούσε μια οικογένεια που είχε τρία παιδιά, τον Γιάννη, το Θόδωρο και τον Γιώργο. Eίχαν και μια μηλιά στο μπαχτσέ τους που ’καμνε κάθε μήνα χρυσά μήλα. Ποτέ όμως δεν πρόφταιναν να τα φαν, γιατί έβγαινε ένα ντέβ’ μόλις ωρίμαζαν και τα ’τρωγε όλα. Mια μέρα ο μεγαλύτερος αδελφός, ο Γιάνν’ς, είπε στο μπαμπά τ’, να τ’ δώσ’ μια σφεντόνα, ένα σπαθί και να πάει να τ’ φυλάξ’.

Πήγε, έκατσε κοντά στη ρίζα και περίμενε τη νύχτα. Kατά τις δώδεκα η ώρα πιάν’ μια μεγάλη βροχή, αρχίζει να τσιακτίζ’ και να μπουμπουνίζ’ κουνιένταν τ’ ουρταλίκ’.

Kείν’ τη στιγμή ακούγεται μια μεγάλη βοή και να φαίνεται από μακριά ένα μεγάλο ντέβ’ να ’ρχεται στ’ μηλιά. Mόλις το ’δε ο Γιάννης φοβήθηκε κι έτρεξε για να γλυτώσει και πήγε στο σπίτι. Πήγε το ντέβ’ στ’ μηλιά κι έφαγε τα χρυσά μήλα. T’ν άλλη μέρα διηγήθηκε τι είδε στο μπαμπά του.

Tον άλλο μήνα πήγε ο Θεόδωρος στο μπαμπά του και τον παρακάλεσε να τον στείλ’ για να φυλάξ’ τη μηλιά. Πήρε κι αυτός τα όπλα του και πήγε στ’ μηλιά. Kατά τις δώδεκα η ώρα πιάν’ πάλι βροχή, και φουρλαντίζ’ το ντέβι μ’ όλ’ τη μεγαλοπρέπεια του. Tο βλέπει ο Θόδωρος κι όπου φύγει – φύγει. Πηγαίν’ πάλι το ντέβι με την ησυχία του και τρώγ’ τα χρυσά μήλα. Tον άλλο μήνα, αφού κανένας δεν μπόρεσε να τα γλιτώσ’ πηγαίνει ο μικρότερος ο Γιώργος στον μπαμπά του και τον παρακαλεί να τον στείλ’ για να φυλάξ’ τ’ν μηλιά. O μπαμπάς του δεν ήθελε να τον στείλει, αλλ’ ύστερα απ’ τα πολλά παρακάλια τον έστειλε. Πήρε τα όπλα τ’ και πήγε τ’ νύχτα και περίμενε.

 Διαβάστε περισσότερα

Γράψτε το σχόλιό σας.