facebook twitter youtube googleplus
on/off

Δ. ΚυθήρωνΒιβλία: Παραμύθι: Το αίνιγμα

Πώς μπορεί ένας άνθρωπος με μία σφάντζικα* να πληρώνει παλαιό χρέος, να τοκίζει χρήματα και να τρέφει οχτώ ανθρώπους;

Μία φορά ήτανε ένας βασιλέας, που γύριζε κάθε βράδυ τεφτίλι* κι έβλεπε πώς περνάει ο κόσμος στην πολιτεία του. Ένα βράδυ, εκεί που γύριζε, ακούει απ’ έξω από μια πόρτα ένα λυράκι να παίζει και δώσ’ του τραγούδι και χορό. Ανοίγει την πόρτα και μπαίνει μέσα: «Ώρα καλή!» τους λέει.

«Καλώς τονε», του λένε, «κάτσε».

Του δίνουνε μεζέ και τη μπουρίκια* να πιει κρασί. Εκείνος σιχαινότανε, μα τι να κάμει; και το μεζέ έφαγε και κρασί από τη μπουρίκια ήπιε κι ευχήθηκε. Ύστερα άρχισε να ρωτά εκείνον που έπαιζε τη λύρα τι δουλειά κάνει, πώς τα περνάει, αν κερδίζει πολλά και άλλα τέτοια.

«Αφέντη μου», του λέει αυτός, «εγώ είμαι κοφινάς και, δόξα να ’χει ο Θεός, τα κουτσοπερνώ. Βγάζω μία σφάντζικα την ημέρα και με δαύτηνε καταφέρνω να πληρώνω το παλαιό χρέος, να τοκίζω χρήματα και να τρέφω οχτώ νοματαίους».

Ο βασιλέας σάστισε, και δεν μπορούσε να χωρέσει στο κεφάλι του, πώς αυτός ο κοφινάς μπορούσε μοναχά με μια σφάντζικα- ενενήντα μαθές λεπτά, γιατί τόσο περνούσε τότε η σφάντζικα- να κάνει τόσα πράματα. Του λέει λοιπόν: «Δε μου λες, πώς τα καταφέρνεις; είναι πολύ το χρέος σου; τοκίζεις στ’ αλήθεια χρήματα;»

Τότε ο κοφινάς χαμογέλασε, γιατί κατάλαβε πως δεν ένοιωσε τίποτα ο βασιλέας. Τονε παίρνει λοιπόν από το χέρι και τονε πηγαίνει σε μία άλλη κάμαρα του σπιτιού και του δείχνει ένα γέρο και μια γραία, που κοιμόντουσαν πάνω σ’ ένα κρεβάτι.

«Να», λέει, «ποιο είναι το παλαιό χρέος, που πληρώνω. Είναι ο πατέρας μου κι η μάνα μου, που μ’ αναθρέψανε και με μεγαλώσανε και τώρα πληρώνω αυτό το παλαιό χρέος, ξεπληρώνω, μαθές, τώρα στα γεράματά τους ό,τι αυτοί στα νιάτα τους κάμανε για μένα».

Ύστερα τονε βάζει στην κάμαρα, που καθόντουσαν πρωτύτερα, του δείχνει τέσσερα παιδιά, που γλεντούσανε, και του λέει: «Να και τα χρήματα που τοκίζω. Ετούτα είναι τα παιδιά μου και τρέφοντάς τα τώρα τοκίζω χρήματα, γιατί κι αυτά άμα εγώ γεράσω θα μου ξεπληρώσουνε ό,τι έκαμα για δαύτα και θα με νοιάζονται. Τρέφω ακόμα και οχτώ ανθρώπους. Δύο εγώ κι η γυναίκα μου και τέσσερα τα παιδιά μου γίνονται έξι και δύο ο πατέρας μου κι η μάνα μου γίνονται οχτώ».

Τότε ο βασιλέας τονε παίρνει κι αυτός από το χέρι, τονε πηγαίνει σ’ ένα καντούνι*και, χωρίς να τονε δει κανένας, ξεκουμπώνει το ρούχο του και του δείχνει τη βασιλική κορώνα, που είχε κρεμασμένη στο στήθος του.

Ο κακομοίρης ο κοφινάς τα ’χασε και δεν ήξερε τι να πει, που κατάλαβε πως είχε μέσα στο σπίτι του το βασιλέα. Εκείνος όμως του έδωσε θάρρος και του λέει:

«Μη φοβάσαι, γιατί δε θα σε πειράξω, μοναχά να μην πεις σε κανένα αυτό που είπες σε μένα, αν δε δεις το πρόσωπό μου. Αλλιώς, αν λάχει και το πεις, χωρίς να δεις το πρόσωπό μου, να ξέρεις ότι θα σου πάρω το κεφάλι».

Διαβάστε περισσότερα

Γράψτε το σχόλιό σας.