Μία φορά ήτανε μία βασιλοπούλα, που δεν ήθελε να παντρευτεί ποτέ της. Ο πατέρας της την παρακαλούσε να παντρευτεί, μα του κάκου. Χαμπάρι δεν έπαιρνε όσα κι αν της έλεγε. Στα τελευταία όμως, από τα πολλά του παρακάλια και για να τον ξεφορτωθεί, του είπε πως θα παντρευτεί αυτόν που θα βρεθεί να της πει ένα αίνιγμα, που να μην μπορεί να το λύσει. Ήταν έξυπνη και πολύ γραμματισμένη και καταλάβαινε πως κανένας δε θα βρισκότανε να της πει τόσο δύσκολο αίνιγμα.
Έβαλε λοιπόν ντελάλη ο πατέρας της, ο βασιλιάς, να διαλαλήσει πως όποιος θέλει τη βασιλοπούλα για γυναίκα του να πάει να της πει ένα αίνιγμα, κι αν αυτή δεν μπορέσει να το λύσει θα την παντρευτεί. Αν όμως το λύσει θα του κόψει το κεφάλι.
Πήγανε βασιλόπουλα, αρχοντόπουλα κι ένα σωρό λεβέντες κι έλεγε ο καθένας το αίνιγμά του στη βασιλοπούλα. Μα αυτή, έξυπνη και διαβασμένη, όλα τα έλυνα κι ολωνών τα κεφάλια τα έκοβε.
Ήτανε σ’ ένα μέρος κι ένας τσοπάνης, που όσο κι αν δούλευε δεν έβλεπε χαΐρι, ο κακομοίρης. Είχε βαρεθεί λοιπόν τη ζωή του και, σαν άκουσε τον ντελάλη, είπε με το νου του: «Μωρέ, δεν πα’ να βρω τη βασιλοπούλα, να της πω κι εγώ κανένα αίνιγμα, κι αν μου πάρουν το κεφάλι, καλά παρμένο. Έτσι κι έτσι την έχω που την έχω τη βαριεστημένη ζωή μου. Αν δεν το λύσει όμως, τότε θα με πάρει άντρα της και θα περάσω μαζί της, ίσα που να πεθάνω, ζωή χαρισάμενη».
Πηγαίνει λοιπόν στο σπίτι του, βρίσκει τη μάνα του και της λέει:
«Μάνα, εγώ θα πα’ να βρω τη βασιλοπούλα, να της πω ένα αίνιγμα».
Της μάνας του, της κακομοίρας, σαν τ’ άκουσε, κόντεψε να της έρθει κόλπος. Πού να βάλει, βλέπεις, ο νους της πως θα μπορέσει ο γιος της να πει στη βασιλοπούλα τέτοιο αίνιγμα, που να μην μπορεί να το λύσει! Άρχισε λοιπόν να κλαίει και να τον παρακαλεί:
«Έλα, παιδί μου, στο νου σου, έλα στα συγκαλά σου, που πήγανε άλλοι κι άλλοι, έξυπνοι και διαβασμένοι, και τους χάλασε όλους η βασιλοπούλα, και μου βγήκες τώρα εσύ και θέλεις να πας να σε χαλάσει και σένα!»
Αυτά κι άλλα πολλά του έλεγε, μα του κάκου. Όλα από το ένα αυτί του μπαίνανε κι από το άλλο βγαίνανε. Του είχε καρφωθεί, βλέπεις, για τα καλά η ιδέα. Σαν είδε κι απόειδε η κακομοίρα η μάνα του, πως ό,τι κι αν του λέει αυτός δεν ακούει, παρά είναι αποφασισμένος να πάει, είπε με το νου της: «Τον έχω που τον έχω χαμένο. Δεν είναι λοιπόν καλύτερα, εκεί που θα τονε χαλάσει η βασιλοπούλα και θα ντροπιαστεί σ’ όλο τον κόσμο, να τονε χαλάσω εγώ;»
Πιάνει λοιπόν και του φτιάχνει μια πίτα, βάζει μέσα φαρμάκι, για να φαρμακωθεί στο δρόμο, και να μη σώσει να φτάσει στη βασιλοπούλα, του τη δίνει και του λέει:
«Πάρε, παιδί μου, τούτη την πίτα που σου έκαμα, να την έχεις στο δρόμο, άμα πεινάσεις να τη φας».