facebook twitter youtube googleplus
on/off

Δ. ΠαξώνΒιβλία: Παραμύθι: Οι τρεις κατεργαραίοι

Μια φορά ήταν ένας κουτός και πήγε να πουλήσει ένα βόδι. Το μάθανε τρεις κατεργαραίοι κι είπανε να του κλέψουνε το βόδι στο δρόμο. Πήγε λοιπόν ο ένας, ας πούμε, εκατό μέτρα μακριά και στάθηκε, ο άλλος πεντακόσια, ο άλλος χίλια. Καθώς περνούσε ο γέρος μπροστά από τον πρώτο, του λέει εκείνος:

«Καλημέρα, μπάρμπα!»

«Καλημέρα, παιδί μου».

«Πού τον πας αυτό τον τράγο;»

Ο γέρος παραξενεύτηκε που άκουσε για τράγο, γυρίζει, βλέπει το ζώο του, και λέει:

«Μωρέ, δε βλέπεις πως είναι βόδι; Δεν είναι τράγος!»

Ο κατεργάρης το δικό του: «Είναι τράγος!»

«Όχι, είναι βόδι». Φιλονικούσανε, τέλος πάντων, ώσπου ο γέρος βαρέθηκε και του λέει:

«Άσε με, χριστιανέ μου, ήσυχο¨ πάω να φύγω από δω!»

Πάει παρακάτω ο γέροντας, βρίσκει τον άλλο, που περίμενε.

«Καλημέρα, μπάρμπα!»

«Καλημέρα, παιδί μου».

«Πού τον πας αυτόν τον τράγο;»

Πάλι τα ίδια. Κάνανε την ίδια λογομαχία, βαρέθηκε ο γέροντας, λέει:

«Άσε με, χριστιανέ μου, να φύγω», και πήγε στη δουλειά του.

Στο δρόμο όμως τώρα τον έτρωγε η αμφιβολία: «Μωρέ, αν βρω κι άλλον παρακάτω και μου πει πως είναι τράγος, θα το πουλήσω το ζώο. Τράγος, τράγος!»

Όπου, να σου και παρουσιάζεται παρακάτω κι ο άλλος κατεργάρης:

«Καλημέρα, μπάρμπα!»

«Καλώς τονε!»

«Πού τον πας αυτόν τον τράγο;»

«Μωρέ, είναι βόδι!»

«Όχι, είναι τράγος».

Τέλος πάντων βαρέθηκε ο γέροντας και πούλησε το βόδι του για τράγο. Ας πούμε το πούλησε εκατό φράγκα, εκεί που έκανε χίλια! Το πήρανε οι κατεργαραίοι και φύγανε…

Φεύγει κι αυτός και πάει στη γυναίκα του.

«Μωρή, χριστιανή μου», της λέει, «δεν ήξερες να μου πεις πως είναι τράγος το ζώο μας, παρά μου είπες πως είναι βόδι, και με γελούσανε, και πήγανε κιόλας να με ξυλίσουνε; Καλά που ξεστραβώθηκα στο τέλος και τους πούλησα το σωστό».

Όταν άκουσε η γυναίκα του, κατάλαβε τι συνέβη και τραβούσε τα μαλλιά της. –Να δεις όμως τώρα τι έκαμε! Ήτανε κι αυτή πιο κατεργάρα!- Αυτή είχε μια κοπέλα. Παίρνει λοιπόν μαζί της την κοπέλα, να πάνε να βρούνε τους κατεργαραίους. Ρωτήσανε πρώτα τον άντρα της, ποιό δρόμο πήρε αυτός που αγόρασε το βόδι. Εκείνος της είπε «το τάδε μονοπάτι». Βάλανε λοιπόν τροχάδι η γυναίκα με την κοπέλα να τονε φτάσουνε. Καμιά φορά, εδέησε και συναντηθήκανε.

«Γεια σου, μάστορα!»

«Γεια σας και σας!

«Για πού πας;»

«Για το τάδε χωριό».

«Πάμε παρέα;»

«Πάμε…»

Πηγαίνανε λοιπόν κι αρχίσανε να λένε τα συνηθισμένα. Αν υπάρχει κανένα ξενοδοχείο, πού θα φάνε, απ’ αυτά…α! ξέχασα να πω, πως η γυναίκα με την κοπέλα δε φανερωθήκανε πως ήτανε γυναίκες του μπούφου!… Φτάσανε λοιπόν στο χωριό και κάτσανε να φάνε, και συνεννοούνταν πόσο θα μείνουνε και πότε θα φύγουνε. Ο κατεργάρης είχε βέβαια και το βόδι μαζί του, που το έβαλε κι αυτό στο στάβλο, να ξεκουραστεί. Την ώρα που ήτανε να κοιμηθούνε, ο κατεργάρης ρώτησε τη γυναίκα πώς τη λένε αυτή και την κόρη της, για να τους φωνάξει το πρωί να σηκωθούνε. Εκείνη τότε, αυτό περίμενε, γυρίζει και του λέει:

«Εμένα με λένε θεια-Κάνω και την κοπέλα μου τη λένε Κάνω».

Έπεσε να κοιμηθεί ο κατεργάρης και στις τρεις μετά τα μεσάνυχτα, που ήτανε να ξυπνήσει τις γυναίκες, άρχισε να φωνάζει:

«Θεια-Κάνω! Θεια-Κάνω! Κάνω!»

Τον ακούει ο ξενοδόχος που φώναζε, και νόμιζε πως λέει για την ανάγκη του. Του φωνάζει λοιπόν από μέσα: «Αυτού είν’ ο απόπατος και κάνε!» Εκείνος όμως εξακολουθούσε το βιολί του: «Θεια-Κάνω, Κάνω! Θεια-Κάνω, Κάνω!» Του ξαναλέει ο ξενοδόχος: «Αυτού είν’ ο απόπατος και κάνε!» Μα πού εκείνος!… Ώσπου, βγαίνει ο ξενοδόχος στο διάδρομο και τον αρχίζει στο ξύλο. Πιαστήκανε οι δυο τους και τότε η γυναίκα με την κοπέλα βρίσκουνε ευκαιρία απάνω στη μπαρούφα* και κατεβαίνουνε στο στάβλο, λύνουνε το βόδι και το παίρνουνε μαζί τους. Κι ώσπου να τις πιάσει τώρα ο κατεργάρης, τρέχα γύρευε και Νικολό καρτέρει!…

Μπαρούφα: εδώ φασαρία

Διαβάστε περισσότερα

Γράψτε το σχόλιό σας.