facebook twitter youtube googleplus
on/off

Δ. ΠαξώνΒιβλία: Παραμύθι: Ο Σγούμπος και ο δράκοντας

Mια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας πατέρας κι είχε εξ’ εφτά παιδιά, κι ήτανε σγούμπος* και φτωχότατος. Μια μέρα λοιπόν πήρε μέσα στον τροβά* του λίγο τυρί και ψωμί, έβαλε και καμπόσες πέτρες μέσα, για να μην το φαν’ οι σκύλοι, και ξεκίνησε να πάει να βρει να ζήσει.

Στο δρόμο που πήγαινε συναντάει ένα δράκοντα. Τρόμαξε μόλις τον είδε και ανέβηκε πάνω σ’ ένα δέντρο. Για να μη δείξει όμως του δράκου πως δείλιασε και τον φοβήθηκε, βγάζει το τυρί από τον τροβά του, τάχατες πως ήτανε πέτρα και το έζυφε*. Το τυρί έβγαζε νερό, αφού ήτανε χλωροτύρι. Παίρνει λοιπόν αμέσως και τις πέτρες, που είχε για τους σκύλους, κι άρχισε να τις πετάει στο δράκοντα, λέγοντάς του να τις ζύψει κι αυτός αν μπορεί. Ο δράκοντας πήρε τις πέτρες, τις έζυφε, σκόνη τις έκανε, αλλά νερό δε βγάζανε. Νόμισε λοιπόν πως ο Σγούμπος που ήτανε πάνω στο δέντρο, ήτανε πιο γερός από δαύτονε και του λέει: «Κατέβα να γίνουμε φίλοι!» ο Σγούμπος κατέβαινε και δεν κατέβαινε, αλλά τι να κάμει που εκτέθηκε! Πήρε λοιπόν την απόφαση και κατέβηκε.

Ο δράκοντας τον πήρε στο σπίτι του και μια μέρα του λέει:

«Πάμε να εξασκηθούμε, να δούμε ποιος έχει περισσότερη δύναμη!»

«Πάμε», του λέει ο Σγούμπος. Τι να ’λεγε;

Του παρουσιάζει λοιπόν ο δράκοντας δυο βόλια*, που ούτε να τα κυλήσει ο Σγούμπος δεν μπορούσε, και του λέει:

«Εγώ θα πετάξω το βόλι πρώτος, και να πετάξεις ύστερα κι εσύ άλλο ένα».

«Καλά», του λέει εκείνος.

Το πετάει λοιπόν ο δράκοντας κι έφυγε σαν από κανόνι. Χάθηκε στο βάθος!… Τι να κάμει τώρα ο Σγούμπος, που ήξερε πως ούτε να κουνήσει το βόλι δεν μπορούσε; Πάει όμως, βάζει το χέρι απάνω στο βόλι και λέει:

«Βάρδα Σμύρνη, βάρδα Πόλη,

για’ θα ρίξει ο σγούμπος βόλι.

Ή την Πόλη θα τινάξει

ή τον κόσμο θα χαλάσει!»

Στο μεταξύ περνούσε κι ένα καράβι, μακριά στη θάλασσα, και λέει του δράκοντα: «Πάει και το καράβι που βλέπεις! Θα το βουλιάξω!»

Ακούγοντας ο δράκοντας όλο τούτο το πολύ κακό που θα γινότανε, φοβήθηκε μη χαλάσει τον κόσμο όλο και, για να σταματήσει, του λέει:

«Στάσου, άνθρωπέ μου, μην κάνεις τίποτα και σε παραδέχομαι!»

Έτσι ο Σγούμπος την έβγαλε πάλι σάικια*.

Την άλλη μέρα του λέει ο δράκοντας να πάνε στο λόγγο, να κόψουνε ξύλα. Παίρνει την τσεκούρα του και σκοινιά και ξεκίνησε μπροστά. Ο Σγούμος, τι να κάμει, πήγε κι αυτός. Πήρε όμως στην τσέπη του κουβαρίστρα με κλωστή και τη φύλαγε. Φτάσανε στο δάσος, άρχισε να κόβει ξύλα ο δράκοντας, έκοψε, έκοψε, έκαμε το δικό του γιομάρι*, σαν ετούτο το σπίτι, που δεν το σηκώνανε χίλιοι άντρες. Κι ύστερα λέει του σγούμπου: «Πού είναι το δικό σου γιομάρι;»

 Διαβάστε περισσότερα

Γράψτε το σχόλιό σας.