Το Κρανίδι είναι κωμόπολη του Νομού Αργολίδας και βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο της Πελοποννήσου. Ο πληθυσμός του είναι 4.312 κάτοικοι σύμφωνα με την απογραφή του 2001. Απέχει από το Ναύπλιο περίπου 50 χλμ. και από την Αθήνα περίπου 180 χλμ. Μέσω θαλάσσης επικοινωνεί με τον Πειραιά και τα νησιά του Αργοσαρωνικού μέσω των λιμανιών της Ερμιόνης και του Πόρτο Χελίου. Σήμερα αποτελεί έδρα του Δήμου Ερμιονίδας.Σύμφωνα με μια εκδοχή το σύγχρονο όνομά του προέρχεται από το κραναός που σημαίνει τραχύς και θεωρείται δηλωτικό της περιοχής. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, το όνομα οφείλεται σε παραφθορά της λέξης Κορωνίδα, το όνομα παραπλήσιας νησίδας που φέρει το όνομα της μητέρας του θεού της Ιατρικής, του Ασκληπιού, ο οποίος λατρευόταν από τους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής.Το Κρανίδι είναι κτισμένο αμφιθεατρικά στους λόφους της Αγίας Άννας και της Μπαρδούνιας με προσανατολισμό Βορειοδυτικό. Δυτικά και ανατολικά από την πόλη η περιοχή χαρακτηρίζεται πετρώδης με χαμηλή βλάστηση ενώ στη νοτιοανατολική μεριά υπάρχει το πευκόδασος της Κορακιάς. Βόρεια βρίσκεται το βουνό του προφήτη Ηλία ενώ βορειοδυτικά ο όρμος της Κοιλάδας με το ομώνυμο παραδοσιακό χωριό και το προϊστορικό σπήλαιο Φράγχθι σε απόσταση 6 χλμ. Ανατολικά σε απόσταση 11χλμ βρίσκεται η Ερμιόνη και νότια το Πόρτο Χέλι. Σε ολόκληρη την περιοχή της Ερμιονίδας υπάρχουν πανέμορφες δαντελωτές ακρογιαλιές.Το Κρανίδι πρωτοαναφέρεται σε χρυσόβουλο[1] του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β’ Παλαιολόγου (1259-1332) το οποίο δωρήθηκε στον Θεόδωρο Νομικόπουλο για τις υπηρεσίες του απέναντι στον Αυτοκράτορα. Το Κρανίδι αναφέρεται ως πατρογονικό χωρίο και ανήκε στη χώρα του Δαμαλά. Δεύτερη επίσημη αναφορά υπάρχει το 1530 μ.Χ.[2] ενώ λάμβανε χώρα η εποίκηση του από αλβανόφωνους πληθυσμούς (Αρβανίτες). Αυτοί μετακινούνταν στις νότιες περιοχές για να προστατευτούν από τους Τούρκους αλλά και για να εξασφαλίσουν βοσκοτόπια και γη για καλλιέργεια. Εκεί αναμίχθηκαν και αφομοιώθηκαν χωρίς προβλήματα με το τοπικό στοιχείο και από αυτή τη ζύμωση προέκυψε το Αρβανίτικο γλωσσικό ιδίωμα που μιλιέται μέχρι σήμερα.
Κατά την παράδοση[3], στην περιοχή υπήρχαν 4 οικισμοί προστατευμένοι από τη θάλασσα, λόγω του φόβου των πειρατών. Ο Άη Γιάννης, η Μιλίνδρα, τα Βίλια και οι Μπιές οι οποίοι και αποτέλεσαν τα κύτταρα για την πόλη του Κρανιδίου. Ο οικισμός του Άη Γιάννη αποτέλεσε το κέντρο όπου γύρω του άρχισε να συγκροτείται η πόλη και τοποθετείται στο σημείο που σήμερα βρίσκεται ο Μητροπολιτικός Ναός του Τιμίου Ιωάννη Προδρόμου. Ο σημερινός Ναός κτίστηκε το 1852 από τον Ιταλό Αρχιτέκτονα Ιάκωβο Σεμπαστίνο αντικαθιστώντας το παλαιότερο βυζαντινό εκκλησάκι που είχε προσφέρει και το όνομα του στον οικισμό. Ο οικισμός της Μιλίνδρας βρίσκεται στα βόρεια της πόλης και στους πρόποδες του βουνού του Προφήτη Ηλία (300μ. υψόμετρο) και ανήκει στην ευρύτερη περιοχή του ναού του Απόλλωνά όπως καθορίζεται από τον Παυσανία. Δυο εκκλησάκια σημειώνουν τη παρουσία τους εκεί, του Αγίου Αντρέα και των Αγίων Αναργύρων καθώς και το αρχαίο Πηγάδι της Μιλίντρας ή Πλατύ πηγάδι με το τετράγωνο σχήμα του και τους επιβλητικούς ογκόλιθους που το περιβάλλουν, χαρακτηριστικό των αρχαίων πηγαδιών της Ερμιονίδας. Υπάρχουν αναφορές πως μέχρι πριν από 70 χρόνια ήταν σε χρήση το νεκροταφείο των Μιλινδρωτών στην περιοχή. Τα Βίλια βρίσκονται στα δυτικά του Κρανιδίου εκεί που σήμερα βρίσκεται το εκκλησάκι του Αγίου Παντελεήμονα. Η περίοπτη θέση που επιβλέπει την αργολική θάλασσα, ενισχύει την εκδοχή ύπαρξης βίγλας και επιβεβαιώνει την προέλευση της ονομασίας της περιοχής. Χαμηλότερα σε μια μικρή ρεματιά είναι το Πηγάδι της Βίλας. Οι Μπιές βρίσκονται ανατολικά του Κρανιδίου και συνορεύουν με τη θέση Δισκούρια της Ερμιόνης. Το όνομα τους πιθανόν το οφείλουν στο όνομα της οικογένειας των πρώτων οικιστών. Επίσης στην περιοχή παρατηρείται αρχαίο πηγάδι αλλά μεταγενέστερο από τα προηγούμενα.
Επί Τουρκοκρατίας, ήταν γνωστό ως «Κάτω Ναχαγιέ», που σημαίνει Κάτω Επαρχία. Το Κρανίδι έπαιξε σημαντικό ρόλο στην Επανάσταση του 1821. Πιθανότατα η κήρυξη της Επανάστασης στο Κρανίδι έγινε στις 27 Μαρτίου 1821, την ίδια ημέρα που κηρύχθηκε και στις Σπέτσες. Πολλοί Κρανιδιώτες, έλαβαν μέρος στην πολιορκία του Αναπλιού[4], της Τριπόλεως, του Ακροκορίνθου αλλά και στα Δερβενάκια όπου και έπεσε ο Φιλικός Αρχιμανδρίτης Αρσένιος Κρέστας (Παπαρσένης) ηγούμενος της Μονής Ζωοδόχου Πηγής Κοιλάδας. Λόγω της φυσικής του οχύρωσης και της καλής σχέσης των Κρανιδιωτών με τους νησιώτες κατά την περίοδο 1823 – 1824 υπήρξε η έδρα της κυβέρνησης και του εκτελεστικού. Επίσης το Κρανίδι είναι η γενέτειρα του Εμμανουήλ Ρέπουλη, στενού συνεργάτη και αντιπρόεδρου της Κυβέρνησης Βενιζέλου.
Παρέμεινε διοικητικό κέντρο και μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας. Ορίστηκε αρχικά έδρα του τοπικού δήμου Μάσητος (μετονομάστηκε στην συνέχεια σε Δήμο Κρανιδίου) και από το 1841 αποτέλεσε έδρα της επαρχίας Ερμιονίδας (αρχικά έδρα είχαν οριστεί οι Σπέτσες).
Το Κρανίδι σύμφωνα με την απογραφή του 2001 έχει πραγματικό πληθυσμό 4.312 κατοίκους. Διαχρονικά ο πληθυσμός του Κρανιδίου δεν παρουσιάζει έντονες διακυμάνσεις όπως φαίνεται και από τον πίνακα που ακολουθεί.
Στην πρωτεύουσα της Ερμιονίδας αξιοσημείωτη είναι και η παραδοσιακή αρχιτεκτονική των σπιτιών. Οι πελεκητές πέτρες, τα περίτεχνα μπαλκόνια, οι φεγγίτες πάνω από τις πόρτες και τα παράθυρα, οι στέγες του παραδοσιακού βυζαντινού τύπου, τα γωνιασμένα κεραμίδια στο ρόλο των ακροκεράμων και οι μάντρες οι οποίες κυριολεκτικά οχύρωναν το σπίτι, δίνουν ένα υψηλό αισθητικό αποτέλεσμα. Ο οικισμός έχει χαρακτηριστικό νησιώτικο χρώμα και θυμίζει πολύ τους οικισμούς των νησιών του Αργοσαρωνικού. Ακόμη λειτουργεί Λαογραφικό Μουσείο το οποίο φιλοξενεί, σκεύη μαγειρικής, εικόνες, έπιπλα, ρόκες γνεσίματος, αργαλειό, ενδύματα, κεντήματα, υφαντά δείγματα παραδοσιακής φορεσιάς και άλλα αντικείμενα λαϊκής τέχνης.
Τα χαρακτηριστικά για την τοπική αρχιτεκτονική κτήρια, του Δημαρχείου και της βιβλιοθήκης, οι πέντε μεγάλες εκκλησίες του 19ου αι., το μοναδικό για την αρχιτεκτονική του καλντερίμι, στο πηγάδι του Πύργου, οι τρεις ανακαινισμένοι ανεμόμυλοι, τα παραδοσιακά λιοτρίβια με τις μεγάλες πέτρες, καθώς και τα πολλά ξωκλήσια συμπληρώνουν την εικόνα μιας πολιτείας πανέμορφης.
Πηγή
Πορεία του πληθυσμού:
Έτος 1928 1940 1951 1961 1971 1981 1991 2001
Πληθ. 4.214 4.456 4.280 3.942 3.657 3.794 3.959 4.312