Νερόμυλοι
Απόσπασμα από το βιβλίο: «Βαλτεσινίκο: Ο τόπος μας».
Χρήστος Ι. Παπαδημητρακόπουλος. Αθήνα 2004. 206 σελ.
Εκδόσεις Σαΐτη (χορηγία Συλλόγου Βαλτεσινιωτών «Η Κοίμηση της Θεοτόκου»).
«Τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον».
Βασική προϋπόθεση για τη λειτουργία των Νερόμυλων ήταν το νερό που ρέει άφθονο στα μέρη μας. Έτσι στο χωριό μας λειτούργησαν αρκετοί νερόμυλοι που εξυπηρέτησαν τους κατοίκους, αλλά και έδωσαν σε πολλούς δουλειά.
Οι νερόμυλοι του Βαλτεσινίκου όπως και οι περισσότεροι στη Γορτυνία είχαν φτερωτή οριζόντια. Η διαδρομή του νερού ξεκινούσε από τη Δέση, προχωρούσε στο τεχνητό μυλαύλακο και έφτανε στην στέρνα του Μύλου. Από εκεί συνέχιζε στην Κρέμαση, περνούσε την Παλουκαριά (1) και έπεφτε στο Βαγένι που παλιότερα ήταν ξύλινο με στεφάνια και αργότερα με λαμαρίνα ή τσιμεντένιο. Πέφτοντας το νερό αποκτούσε πρόσθετη δύναμη από το σιφούνι που περιόριζε τη διάμετρο του Βαγενιού, χτυπούσε τα κουτάλια της φτερωτής που ήταν στερεωμένη στο αδράχτι και αυτή περιστρεφόταν. Οι μυλόπετρες ήταν σκληρές πέτρες, πεληκημένες και δεμένες με σιδερένια στεφάνια με διάμετρο 120 cm και πάχος 30 cm. Οι λέξεις χούρχουρη, κατάντι, σταυρός, σηκωτήρα, σταματητήρα, χελιδόνα, σκαφίδα, όριζαν τη λειτουργία του μύλου και σίγουρα θα θυμίζουν πολλά στους μεγαλύτερους (2).
Το νερό του Κεφαλόβρυσου κινούσε τρεις μύλους. Του Βραχνού στο κέντρο του χωριού, του «Παπαγεωργίου» και του «Γιαννόπουλου» στο δρόμο για τις Ολομάδες. Για λίγα χρόνια λειτούργησε και ο μύλος του Κώστα Μπουλουγάρη κοντά στη βρύση του Μάλικα, ο οποίος λειτούργησε αργότερα με ηλεκτρικό ρεύμα κοντά στον Άγιο Τρύφωνα. Πιο έξω από το χωριό, το νερό της Κρυάβρυσης χρησιμοποιούσαν οι μύλοι του Κοκκίνη που παλιά ήταν του Ζαχαράλη, του Παυλόπουλου και του «Ζιώζιου» (Παναγιωτακόπουλου).
Το 19ο αιώνα υπήρχε μύλος στο ρέμα του Αγίου Νικολάου –κοντά στο Μοναστήρι – ιδιοκτησίας της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου (προγενέστερης της σημερινής και παραχωρήθηκε στους μοναχούς). Τον μύλο αυτό επισκεύασε το 1832 ο Αναστάσης Βραχνός. (βλ. Ν. Μπούμπουλη σελ. 156, 157).
Οι κάτοικοι των Ολομάδων και του Κουρούβελι εξυπηρετούν από το μύλο του Ρεντεζέλα που βρισκόταν στο φαράγγι του Αγιο-Νικόλα προς το Δρακοβούνι. Ο Χρ. Κωνσταντινόπουλος στα «Χρονικά της Γλανιτσιάς» γράφει ότι ένας από τους μύλους του χωριού του, στη δεξιά πλευρά του Λάδωνα ήταν Βαλτεσινιώτικος, ιδιοκτησίας Σφυρή. Από τη μεριά του Περδικονερίου στο Λάδωνα ήταν ο μύλος του γαμπρού στο Βαλτεσινίκο παπά-Χαράλαμπου Ανάγνου. Αυτοί οι μύλοι, σκεπάστηκαν από τα νερά της λίμνης. Επίσης για πολλά χρόνια ενοικιαστής του μύλου της μονής Κερνίτσας ήταν ο Βαλτεσινιώτης Μιχάλης Κατσίγιαννης. Για κάποια χρόνια λειτούργησε ο μηχανικός μύλος των Καπελιαναίων και μικρή γεννήτρια ηλεκτρικού ρεύματος, κοντά στην πηγή του Σμόλη. Ο μύλος σταμάτησε στην περίοδο της Κατοχής.
Το καλοκαίρι που το νερό λιγόστευε, οι μυλωνάδες του χωριού, σφύριζαν χαρακτηριστικά και έτσι ενημέρωναν τους κατοίκους ότι μπορούσαν να πάνε για να αλέσουν.
Ως τα τελευταία χρόνια λειτουργούσε ο μύλος του Παυλόπουλου που παραχωρήθηκε στον Άγιο Γεώργιο. Γι’ αυτόν τον μύλο γίνεται προσπάθεια να αναστηλωθεί και να λειτουργεί περιοδικά.
Οι μύλοι είναι άρρηκτα δεμένοι με την ιστορία κάθε τόπου. Για τους μυλότοπους και τους μυλωνάδες έχουν να λένε οι θρύλοι, τα τραγούδια, τα παραμύθια. Στους μύλους όπως και στα μοναστήρια αναζητούσαν ψωμί και καταφύγιο οι κυνηγημένοι και οι στρατοκόποι. Θα ήταν πραγματικά άδικο από όλη αυτή την παράδοση του χωριού στην υδροκίνηση να μην κρατήσουμε τίποτα.
1. Το χειμώνα ή με τις ξαφνικές μπόρες που τα ρέματα γίνονταν ορμητικά το αυλάκι του μύλου γέμιζε χώματα και έπρεπε ο μυλωνάς να το καθαρίσει. Αυτό τονίζει και η παροιμία: «Καθένας τον πόνο του κι ο μυλωνάς το αυλάκι».
2 Π. Σαραντάκη, «Αρκαδία, οι τόποι και οι δρόμοι του νερού», σελ. 13, 14.