Ο υδροβιότοπος ανάμεσα στον οικισμό Γιάλοβα και τον όρμο της Bοϊδοκοιλιάς, κηρυγμένος και ως αρχαιολογικός χώρος, 6.000 στρεμμάτων, είναι γνωστός ως Διβάρι (από τη λατινική λέξη vivarium, που σημαίνει «ιχθυοτροφείο»), με το μεγαλύτερο βάθος να μην ξεπερνά τα 4 μ. Η λιμνοθάλασσα αυτή είναι ο νοτιότερος μεταναστευτικός σταθμός των αποδημητικών πουλιών των Bαλκανίων από και προς την Aφρική. Στον υδροβιότοπο αυτό βρίσκουν καταφύγιο 254 είδη πουλιών όπως ερωδιοί, κορμοράνοι, κιρκινέζια, αιγαιόγλαροι, φλαμίνγκος, ψαραετοί, βασιλαετοί και άλλα παρυδάτια πτηνά. Eδώ όμως φιλοξενείται και το σπανιότατο είδος υπό εξαφάνιση σε όλη την Eυρώπη, του αφρικανικού χαμαιλέοντα. Εκτός από τα κουνάβια, τις αλεπούδες και τις νυφίτσες που αναζητούν τα αυγά του, το ερπετό κυρίως κινδυνεύει από την έντονη ανθρώπινη παρουσία, ιδιαίτερα τους θερινούς μήνες με τον ευμεγέθη αριθμό των παραθεριστών. O σταθμός παρατήρησης της Oρνιθολογικής Eταιρείας δίνει τη δυνατότητα στους επισκέπτες να ενημερωθούν και να παρατηρήσουν τη ρηχή υφάλμυρη αυτή λίμνη, που έχει χαρακτηριστεί περιοχή Natura 2000, περιηγούμενοι στα μονοπάτια που περιγράφουν τα διαφορετικά οικοσυστήματα της Γιάλοβας.
Ο υδροβιότοπος ανάμεσα στον οικισμό Γιάλοβα και τον όρμο της Bοϊδοκοιλιάς, κηρυγμένος και ως αρχαιολογικός χώρος, 6.000 στρεμμάτων, είναι γνωστός ως Διβάρι (από τη λατινική λέξη vivarium, που σημαίνει «ιχθυοτροφείο») με το μεγαλύτερο βάθος να μην ξεπερνά τα 4 μ. Ο υδροβιότοπος μπορεί να χωριστεί σε υφάλμυρες λιμνοθάλασσες και έλη γλυκού νερού. Πίσω από αυτά υπάρχει μια ενδιάμεση ζώνη καλλιεργήσιμης γης και μακκίας. Οι κύριες ανθρώπινες δραστηριότητες είναι το ψάρεμα, η κτηνοτροφία και η γεωργία, ο τουρισμός και το κυνήγι.
Η λιμνοθάλασσα αυτή είναι ο νοτιότερος μεταναστευτικός σταθμός των αποδημητικών πουλιών των Bαλκανίων από και προς την Aφρική. Το φθινόπωρο τα πουλιά σταματούν εδώ, στον νοτιότερο ευρωπαϊκό υγρότοπο, πριν πετάξουν πάνω από τη Μεσόγειο και τη Σαχάρα, ένα ταξίδι 3.000 χλμ. Την άνοιξη ακολουθούν την ίδια διαδρομή με αντίστροφη φορά, εγκαταλείποντας τις περιοχές διαχείμασής τους στην Κεντρική Αφρική και μεταναστεύοντας προς την Ευρώπη για να αναπαραχθούν.
Τα μεγάλα πουλιά, όπως ερωδιοί, κίρκοι και τουρλίδες, φθάνουν στη λιμνοθάλασσα κατά κύματα κατά τη διάρκεια της ημέρας και παραμένουν μόνο για λίγες ώρες για να ξεκουραστούν. Πριν το σούρουπο φεύγουν ξανά όλα μαζί. Τα μικρότερα πουλιά, όπως τα χαραδριόμορφα, συνήθως φθάνουν νύχτα, παραμένουν αρκετές ώρες στον υγρότοπο για να τραφούν και ξαναφεύγουν συνήθως τις πρώτες βραδινές ώρες.
Ανάμεσα στα μεταναστευτικά και μη πτηνά συγκαταλέγονται: ερωδιοί (Ardea purpurea και Ardeola ralloides), ερωδιοί (Egretta garzetta), μικροτσικνιάδες (Ixobrychis minutus), πελαργοί (C. ciconis), πάπιες (T. tadorna), φλαμίνγκο (Phoenicopterus ruber), βαλτότρυγγας (Tringa stagnatilis), λασπότρυγγας (Tringa glareola), νεροχελίδονο (Glareola pratincola), γλάροι (Larus melanocephalus), γλαρόνια (Gelochelidon nilotica, Sterna albifrons) γελογλάρονο (Sterna nilotica), κορμοράνος (Phalacrocorax carbo), λευκοτσικνιάς (Egretta garzetta), αργυροτσικνιάς (Casmerodius albus), χαλκόκοτα (Plegadis falcinellus). Από τα 254 είδη που έχουν καταμετρηθεί τα τελευταία χρόνια, 79 έχουν αναγνωρισθεί ως απειλούμενα στην Ευρώπη ενώ 4 από αυτά απειλούνται παγκοσμίως.
Οι κύριες απειλές είναι το ψάρεμα, η αυξημένη αλατότητα στα έλη γλυκού νερού, ως αποτέλεσμα της επιφανειακής και υπόγειας υδροληψίας για γεωργική χρήση, το μπάζωμα του υγροτόπου και το κυνήγι. Η χαμηλή αγροτική εντατικοποίηση, μαζί με την έντονη αλιεία, τις αντλήσεις υπόγειων υδάτων και την αυξανόμενη ανάπτυξη σε τουριστικές υποδομές αποτελούν τις υψηλές απειλές του υδροβιότοπου. Η περιοχή αποτελεί υποψήφια Ειδική Περιοχή Διατήρησης.
Στον υδρότοπο αυτό βρίσκουν καταφύγιο 254 είδη πουλιών όπως ερωδιοί, κιρκινέζια, αιγαιόγλαροι, φλαμίνγκος, ψαραετοί, βασιλαετοί και άλλα παρυδάτια πτηνά. Eδώ όμως φιλοξενείται και το σπανιότατο είδος υπό εξαφάνιση σε όλη την Eυρώπη, του αφρικανικού χαμαιλέοντα. Εκτός από τα κουνάβια, τις αλεπούδες και τις νυφίτσες που αναζητούν τα αυγά του, το ερπετό κυρίως κινδυνεύει από την έντονη ανθρώπινη παρουσία, ιδιαίτερα τους θερινούς μήνες με τον ευμεγέθη αριθμό των παραθεριστών. Η διέλευση τροχοφόρων καταστρέφει τόσο τη βλάστηση (θαμνώδης-αμμόφιλη), η οποία αποτελεί το βασικό ενδιαίτημα του είδους, όσο και τις φωλιές, οι οποίες δημιουργούνται στην άμμο κατά μήκος της ακτής. Τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί μείωση του μεγέθους του ζώου, καθυστέρηση του ζευγαρώματος και της ωοτοκίας και μετατόπιση της φωλεοποίησης προς πιο απομακρυσμένες περιοχές.
Η Γιάλοβα (σημαίνει «ομαλή ακτή») είναι τυλιγμένη με ελιές, εσπεριδοειδή, κήπους και αμπέλια που ευδοκιμούν στα νοτερά χώματα και είναι αναπτυγμένη τουριστικά, ικανοποιώντας τις σύγχρονες παραθεριστικές απαιτήσεις, με την αμμουδερή παραλία να πάλλεται από ζωή, κυρίως τους θερινούς μήνες, κάτι που ταυτόχρονα γίνεται και ο πιο άμεσος κίνδυνος για την επιβίωση του υγροβιότοπου.
Σε άμεση γειτνίαση δημιουργήθηκε, από τη δράση των κυμάτων του Iονίου πελάγους, το ιδιαίτερο κομμάτι του οικοσυστήματος, ο εντυπωσιακός για το σχήμα του, τα χρώματά του, την αμμώδη ακτή και τα σμαραγδένια νερά του όρμος της Bοϊδοκοιλιάς, ιδιαίτερος σε όλη τη Mεσόγειο. Oι κέδροι και οι αμμοφίλες προστατεύουν το έδαφος και η άμμος διατηρείται, παρά τους ισχυρούς ανέμους που δέχεται ο όρμος. Aπό ψηλά φαντάζει σαν υδάτινο μανιτάρι με μια σκουρόχρωμη κυανή μέδουσα να διαγράφεται στα νερά του.
O σταθμός παρατήρησης της Oρνιθολογικής Eταιρείας δίνει τη δυνατότητα στους επισκέπτες να ενημερωθούν και να παρατηρήσουν τη ρηχή υφάλμυρη αυτή λίμνη, που έχει χαρακτηριστεί περιοχή Natura 2000, περιηγούμενοι στα μονοπάτια που περιγράφουν τα διαφορετικά οικοσυστήματα της Γιάλοβας.