Η φορεσιά των αρματωμένων στο πανηγύρι του Αϊ – Γιαννιού είναι ο Ντουλαμάς και η Φουστανέλλα. Οι παραδοσιακές ενδυμασίες που υπάρχουν σήμερα έχουν διαφορές με τις φορεσιές της εποχής της επανάστασης και πριν.
Η πρώτη και παλιότερη ενδυμασία των αντρών αποτελούνταν από το αντερί, τη φλοκάτα και το φέσι.
- Το αντερί είδος ριχτού αντρικού φορέματος με μανίκια ήταν ανοιχτό μπροστά, αλλά κούμπωνε στο πλάι με μια ζάβα, όμοιο με το σημερινό μεσοφόρι των παπάδων. Μακρύ ως τα κότσια των ποδιών, γινόταν από μάλλινα υφάσματα για το χειμώνα, βαμβακερά για το καλοκαίρι.
- Η φλοκάτα είδος μακριού πανωφοριού χωρίς μανίκια, χρώματος μαύρου ή άσπρου, γινόταν από σκουτί, μάλλινο χοντρό ύφασμα με φλόκια, δουλεμένο στον αργαλειό.
- Το φέσι, το πρώτο υποχρεωτικό κάλυμμα της κεφαλής των αντρών, ψηλό και κυλινδρικό, χωρίς γύρο, ήταν φτιαγμένο από μάλλινο κόκκινο ύφασμα, είδος μαλακού χοντρού βελούδου της τσόχας. Με φούντα από μεταξωτό μαύρο νήμα ή χωρίς φούντα.
Η λαϊκή αντρική φορεσιά, που διαδέχτηκε την πρώτη παλιότερη αντρική ενδυμασία, αποτελούνταν από εννιά κομμάτια, τη φουστανέλλα, το πουκάμισο, το πισλί, το ντουλαμά, το γελέκι, το ζωνάρι, το φέσι, τις κάλτσες και τα τσαρούχια.
Το ντύσιμο στην επανάσταση κρατήθηκε το ίδιο πού είχαν οι κλέφτες και οι αρματολοί, όμως μετά από την απελευθέρωση το ντύσιμο των Ελλήνων αρχίζει να έχει ευρωπαϊκές επιρροές και οι ελληνικές φορεσιές αρχίζουν να παίρνουν πολλές μεταλλαγές, οπού και κατέληξαν στο γνωστό τους τύπο.
Α) Η φορεσιά του ντουλαμά αποτελείτε από τα εξής κομμάτια : από τον Ντουλαμά, το Πουκάμισο, το Σελλάχι, τη Σκούφια, τις Κάλτσες, τις Φούντες και τα Tσαρούχια.
Β) Ενώ η φορεσιά της φουστανέλας αποτελείτε: από την Φουστανέλα, το Πουκάμισο, το Πισλί, το Σελλάχι, τη Σκούφια, τις Κάλτσες, τις Φούντες και τα Tσαρούχια.
- Ο Ντουλαμάς, είναι παραλλαγή της φλοκάτας, είδος πανωφοριού της πρώτης και παλιότερης αντρικής ενδυμασίας. Ντουλαμάς ονομάζεται κάθε είδος μακρύ επενδύτη, ίσο ή λίγο μακρύτερο από τη φουστανέλα, από μαύρη ή βαθυγάλαζη τσόχα δουλεμένο στον αργαλειό. Είναι oλoκέντητος, με χαμηλό γιακά και τα μπροστινά του φύλλα είναι μονοκόμματα λίγο λοξά, που φτάνει έως πάνω από το γόνατο και έχει περίπου 20 πτυχές (λαγκιόλια όπως τις λένε).Τα μανίκια του ντουλαμά, παρουσιάζουν μια ιδιαιτερότητα στο ράψιμο, καθώς ράβονται μόλις κατά το 1/5 από τη ραφή του ώμου, ακριβώς κάτω και πίσω από τη μασχάλη και είναι φοδραρισμένα εσωτερικά με μεταξωτό πανί. Στο μπροστινό τους μέρος η ραφή των μανικιών είναι ραμμένη μόνο 10 εκ. περίπου στον καρπό και κρέμονται ελεύθερα πίσω στη ράχη σε σχήμα τριγώνου ή είναι πιασμένα στους ώμους πίσω σταυρωτά.Ο ντουλαμάς εσωτερικά είναι ντουμπλαρισμένος με κόκκινη ή καφέ-χρυσή φόδρα, εξωτερικά καπλαντισμένος με κόκκινη ή καφέ-χρυσή τσόχα κι κεντημένος με σειρίτια, στα φαρδιά πέτα του που καταλήγει στην κορφή τους σε δοντάκια, στα μανίκια που εσωτερικά έχουν κόκκινη ή καφέ-χρυσή τσόχα, στις λοξές τσέπες του που καταλήγει επίσης στο άνοιγμά τους σε δοντάκια και στον ποδόγυρο του.
Το καπλάντισμά του το συμπληρώνουν διάφορα σχέδια λαογραφικής σημασίας, στα πέτα, στην κορφή στα μανίκια και κάτω χαμηλά στα μπροστινά φύλλα της φούστας. Ένα από τα πιο συνηθισμένα σχεδία είναι ένας σταυρός πίσω στην πλάτη. Το αρμάτωμά του ντουλαμά συμπληρώνεται με χρυσoπίκoιλα κουμπιά αραδιασμένα στα πέτα ολόγυρα σε σχήμα πετάλου, στις μανσέτες, στα μανίκια και πίσω στη μέση.
Τέλος εσωτερικά κουμπώνει μονάχα στο πανωκόρμι του με μια σειρά ζάβες ή με μια σειρά θηλιές σε πάνινα κουμπιά κι στη μέση μπροστά μέσα και έξω για κούμπωμα έχει από ένα μεγάλο κουμπί.
Στην περίοδο της επανάστασης ο ντουλαμάς συμπλήρωνε την φορεσιά της φουστανελλας και το φορούσαν κυρίως σαν έπιανε κρύο και για τη βαρυχειμωνιά είχανε την φλοκάτα.
- Η Φουστανέλλα, είναι η βελτίωση της πιο συνηθισμένης αντρικής φορεσιάς, της πουκαμίσας (μακρύ πουκάμισο) από άσπρο χασέ (χονδρό βαμβακερό πανί) που έφτανε κάτω των γονάτων την οποία έζωναν στη μέση και έτσι δημιουργούταν ένα φουστανελοειδής σχήμα.Όταν η φουστανέλλα κατάληξε στο γνωστό τύπο της, ήταν κατ’εξοχην πολεμικό ένδυμα, αρχικά φορέθηκε από τους Αρματολούς και Κλεφτές και το 17ο και 18ο αιώνα ήταν η πιο συνηθισμένη φορεσιά (αλλά όχι η αποκλειστική) της Ρούμελης κι του Μοριά.
Αρκετά αργότερα η φουστανέλλα έπαψε να είναι αποκλειστικά πολεμικό ένδυμα και μετά την απελευθέρωση ο βασιλιάς Όθωνας την καθιέρωσε επίσημη-γιορτινή εθνική ενδυμασία και πολύ αργότερα φορέθηκε ως καθημερινή φορεσιά.
Η φουστανέλλα είναι φτιαγμένη από άσπρο χασέ, κομμένο σε πολυάριθμα, ορθογώνια ανισοσκελή τρίγωνα, πτυχές, δίπλες ή λαγκιόλια όπως τις λένε και ράβονται μεταξύ τους ίσιο με λοξό και σουρώνουν στη μέση.
Όσο πιο πολλά λαγκιόλια έχει, τόσο πιο πολύ δημιουργείται πλούσια σούρα που ξεκινά από το ζωνάκι της μέσης. Συνήθως οι φουστανέλλες είναι με 400 λαγκιόλια κατανεμημένες σε μάνες (6 λαγκιόλια, 1 μάνα). Στο ζωνάκι περνιέται κορδόνι για να δημιουργηθεί το φρύλι, ένα είδος στενού και επιμήκους συμπαγούς κυλίνδρου που συγκρατεί τη φουστανέλλα σταθερά στη μέση και οριζόντια διατεταγμένα στο ζωνάκι, τρία λευκά, πλαστικά κουμπιά που εφαρμόζουν σε ισάριθμες κουμπότρυπες. Παλιότερα στη μέση στηριζόταν με ένα περαστό κορδόνι, τη γνωστή βρακοζώνα.
Επίσης η φουστανέλλα με το άσπρο ύφασμα σπάνια κρατούσε για πολύ την όψη της. Τη χρησιμοποιούσαν για πολλές δουλειές.Μ’ αυτή σκουπίζανε το πρόσωπό τους και τα χέρια τους, το σουγιά τους και καμιά φορά τ’ άρματά τους. Πολλά παλληκάρια για να μην πιάνει η φουστανέλλα τους εύκολα «λέρα» την αλοίφανε με ξύγγι!
Στην περίοδο της επανάστασης και μετέπειτα ο όγκος της φουστανέλλας, ήταν απόδειξη κοινωνικής θέσης και επίδειξης. Γι’ αυτό και ο κάθε καπετάνιος θεωρούσε καμάρι του, η φουστανέλλα του να ήταν ογκώδης και με πολλά λαγκιόλια. Στους καπεταναίους και τους γέροντες ήταν μακριά ίσα με το γόνατο και κάτω ακόμα, με πυκνές και πολλά λαγκιόλια. Για τα παλληκάρια και τους νεώτερους ήταν κοντή ως τους μηρούς και πιο λαφριά με λιγότερα λαγκιόλια.
- Το Πουκάμισο, είναι κατασκευασμένο από χασέ άσπρο, ή λινό ύφασμα μακρύ ως λίγο πιο κάτω από τη μέση, με χαρακτηριστικό τα πολύ φαρδιά ημι-μακρά μανίκια, χωρίς μανσέτες (σαν καμπάνες) και στους ώμους με πλούσια σούρα ή πολλές άσπαστες πιετούλες. Έχει λαιμόκοψη με μικρό όρθιο γιακά, με μύτες ή χωρίς μύτες, κεντημένο με άσπρες μεταξωτές οτρές στη λαιμαργιά και τα μανίκια, στο στήθος με δίπλες ή πιέτες και κουμπώνει μπροστά με μια σειρά κουμπιά ή ζάβες.
- Οι Κάλτσες ή Σκάλτσες, είναι λευκές και κατασκευασμένες από μαλλί ή άσπρο χασέ, ενωμένες μεταξύ τους (καλτσόν), χωρίς λαπούδες (η πατούσα της κάλτσας) που στο τελείωμα τους έχουν μια λεπτή υφασμάτινη λωρίδα που πάει κάτω από την πατούσα. Στην περίοδο της επανάστασης οι αντρικές κάλτσες αποτελούταν από τις πατούνες και τα καλάμια. Οι πατούνες ήταν χοντρές, χρώματος συνήθως μαύρου, πλέκονταν στο χέρι με μάλλινο νήμα από τις γυναίκες κι έπιαναν την πατούσα του ποδιού κι έφταναν λίγο πιο πάνω από τον αστράγαλο. Τα καλάμια ήταν μάλλινα λεπτά άσπρα και πλέκονταν επίσης στο χέρι από τις γυναίκες από τραγόμαλλο. Χωρίς λαπούδες έπιαναν τα ποδάρια από τα κότσια ως χαμηλά στα σκέλια. Εφαρμοστά στον αστράγαλο και τους μηρούς, προσδένονταν κάτω από το γόνατο με μαύρο γαϊτάνι ή μαύρη καλτσοδέτα, που έφερνε μια ή δύο μαύρες φούντες καμωμένες από μεταξωτό νήμα. Προσδένονταν ακόμα κάτω από την καμάρα τον ποδαριού με ένα σκαλοπάτι, δηλ. φαρδιά θηλιά. Το καλάμι ή λάστιχο φοριόταν πάνω από τις πατούνες, που τις σκέπαζε από το κότσι και πάνω.
- Οι Φούντες ή Σκαλτσοδέτες, είναι ζεύγος από μαύρο φαρδύ λάστιχο ραμμένο καλτσοδέτα και κορδόνι χοντρό με φούντες, που φοριούνται ακριβώς στο γόνατο. Οι φούντες κατασκευάζονται από μεταξένιο ή μεταξωβάμβακο νήμα, οπού οι γυναίκες το τυλίγουνε στο χέρι τους και όταν είναι ικανοποιητικό το αποτέλεσμα, δένουν τη μια άκρη και κόβουν την άλλη, έτσι δημιουργείτε φούντα. Οι φούντες ράβονται στο μαύρο φαρδύ λάστιχο (καλτσοδέτα) μαζί με το χοντρό κορδόνι από το ίδιο νήμα. Παλαιοτέρα οι φούντες ήταν από μαύρο μάλλινο νήμα.
- Το Πισλί, είναι είδος ανδρικού εξωτερικού επενδυτή (γιλέκου) με χαμηλό γιακά, μακρύ μόλις ως τη μέση και με χαρακτηριστικό, τα ελεύθερα μακριά του μανίκια που κρέμονται (αχρησιμοποίητα συνήθως) πίσω στην πλάτη.Μονόχρωμο συνήθως σε χρώμα μπλε ή μαύρο από εξαιρετικό μάλλινο ύφασμα (τσόχα) και κουμπώνει με στρογγυλά κρόσσια σε θηλιές.
Εσωτερικά είναι ντουμπλαρισμένο με φόδρα για να πέφτει καλύτερα και να μην ζαρώνει κι εξωτερικά ολοκέντητο στη λαιμόκοψη και στα δύο φύλλα της μόστρας του, από χρυσά και ασημένια γαϊτάνια και σιρίτια σε περίτεχνα σχέδια και σχήματα λαογραφικής σημασίας ( σύνηθες και εδώ ο σταυρός πίσω στην πλάτη).
Τα μανίκια του παρουσιάζουν την ιδία ιδιαιτερότητα στο ράψιμο, με τα μανίκια του ντουλαμά. Ράβονται μόλις κατά το 1/5 από τη ραφή του ώμου, ακριβώς κάτω και πίσω από τη μασχάλη και είναι φοδραρισμένα εσωτερικά με μεταξωτό πανί. Στο μπροστινό τους μέρος η ραφή των μανικιών είναι ραμμένη μόνο 10 εκ. περίπου στον καρπό και κρέμονται ελεύθερα πίσω στη ράχη σε σχήμα τριγώνου ή είναι πιασμένα στους ώμους πίσω σταυρωτά.
Παλαιοτέρα εκτός το πισλί φόραγαν και γελέκι. Το γελέκι φοριόταν πάνω από το πουκάμισο ήταν καλλωπιστικό κυρίως συμπλήρωμα της λαϊκής αντρικής φορεσιάς. Μονόχρωμο, μακρύ μόλις μέχρι τη μέση, χωρίς μανίκια και είχε τσέπες. Ήταν ολοκέντητο μεταξωτό ή φτιαγμένο από ύφασμα εκλεκτής ποιότητας, γυαλιστερό, λεπτό κι ελαφρύ.
Πάνω από το γελέκι φοριόταν το πισλί, που αφηνόταν επίτηδες ξεκούμπωτο για να προβάλλεται το γιλέκι και το κεντημένο πουκάμισο.
Επίσης τα μανίκια του, δεν ήταν μόνο για φιγούρα, ήταν ενωμένα μεταξύ τους και όταν κρύωναν έβαζαν μέσα τα χεριά τους. Σήμερα το πισλί οι περισσότεροι το λένε γελέκι.
- Τα Τσαρούχια, βασικό συμπλήρωμα της λαϊκής αντρικής ενδυμασίας κατασκευασμένα από δέρμα ζώων σε χρώμα μαύρο ή κόκκινο, με μύτες γυριστές λίγο προς τα πάνω και με πλούσιες φούντες από διαλεχτό μεταξωτό νήμα, οι οποίες συνήθως ειναι μαύρες για τους άνδρες είτε πολύχρωμες για τα παιδιά. Φανταχτερά στην εμφάνιση έχουν στην κορφή του ανοίγματος ολόγυρα συρραμμένο ένα σιρίτι από λεπτό μαύρο λουστρίνι κεντημένο στο χέρι με άσπρο γαζί, που έρχεται σε χτυπητή αντίθεση με το μαύρο ή το κόκκινο λουστρίνι.Στην περίοδο της επανάστασης τα τσαρούχια δεν είχαν φούντα μπροστά αλλά ήταν μυτερά, στα πόδια τους τα στήριζαν δένοντάς τα γύρω στη γάμπα τους με φαρδύ λουρί – τις θηλιές – και το λουρί αυτό το έπιαναν απ’ την κάλτσα τους κάτω απ’ το γόνατο με το τσαρουχοτοκά. Επίσης ήταν και χωστά οπού έπιαναν τα ποδάρια ως τα κότσια για να μη βγαίνουν ακόμα και όταν ο άντρας χόρευε και πηδούσε. Ακόμα μονά, δηλ. χωρίς δεύτερο πάτο και χωρίς φτέρνες ήταν για αυτό ανάλαφρα και κατάλληλα για το χορό. Τις καθημερινές οι άντρες φορούσαν βέβαια τσαρούχια με διπλό πάτο και διπλές φτέρνες ενισχυμένα μάλιστα με πρόκες, που ήταν βαριά και ασήκωτα.
Μετέπειτα τα τσαρούχια με φούντα ήταν στα χωριά των ορεινών περιοχών, ενώ στα πεδινά χωριά είχαν τα τσαρούχια μόνο με «μύτη», για να μη γεμίζουν και βαραίνουν οι φούντες από τις λάσπες. Οι φτωχότεροι φορούσαν γουρνοτσάρουχα, φτιαγμένα από δέρμα χοίρου.
- Το Σελλάχι, είναι ζώνη κατασκευασμένο από δέρμα, καλοκεντημένο με θήκες, το οποίο αντικατέστησε το παραδοσιακό ζωνάρι και δένεται στη μέση του αρματωμένου με λουρίδα. Οι αρματωμένοι στο σελλάχι βάζουν όπλα, μαχαίρια και πολύχρωμα μαντίλια.Στην περίοδο της επανάστασης στο σελλάχι είχαν τις πιστόλες, το χαρμπί και σε ξεχωριστή θέση στο σελάχι ήταν περασμένο το γιαταγάνι και η πάλα.
- Η Σκούφια, είναι εξέλιξη του φεσιού και της μαντηλοδεσιάς (που φόραγαν οι κλέφτες). Έχει χρώμα μαύρο και είναι φτιαγμένη από μεταξωτό ύφασμα οπού στολίζεται με μεταξωτά χάρσια, που ράβονται με μπερσίμι.
Την όλη τους φορεσιά συμπλήρωναν και τα στολίδια τους, τα τσαπράζια ή τουσλούκια, όπως τα έλεγαν. Επειδή τα πιο πολλά τσαπράζια ήταν ζωγραφισμένα με σαββάτι, τα λέγανε σαββατλίδικα και είναι τα εξής:
- Το Κιουστέκι, είναι ασημένιο η επιχρυσωμένο επιστήθιο κόσμημα(σταυρός) που φοριέται χιαστί. Το κιουστέκι αποτελείται από μία κεντρική πλάκα σε σχήμα σταυροειδή ή παραλληλόγραμμο με σφυρήλατη ή συρματερή τεχνική και ανάγλυφη διακόσμηση, οπού απεικονίζονται παραστάσεις Αγίων, παραστάσεις της Παναγίας, τα Πάθη και την Ανάσταση του Χριστού.Η πλακά σκεπάζει όλο τον θώρακα και από τις τέσσερις πλευρές της, ξεκινούν αλυσίδες που καταλήγουν σε τέσσερις πλάκες με εγχάρακτη διακόσμηση. Σε κάθε μία απ’ αυτές απεικονίζεται, μορφή Άγγελου ή διαφορές παραστάσεις Αγίων και στις άκρες από τις πλάκες υπάρχουν τέσσερα πιαστήρια (συνήθως το σχήμα τους είναι δικέφαλος αητός) που βοηθούν το κιουστέκι να στηριχτεί στο στήθος.
Τα παλιότερα κιουστέκια ήταν διακοσμημένα από χρωματιστές πέτρες σε μπλε, πράσινο, γαλάζιο και κόκκινο χρώμα και από σμάλτο.
- Ο Σουγιάς ή ασημοσουγιάς είναι ασημένιο η επιχρυσωμένο κόσμημα που καλύπτει το κάτω μέρος του ντουλαμά ή της φουστανέλας. Ο Σουγιάς αποτελείται και αυτός από μία κεντρική πλάκα με παράξενο εξάγωνο σχήμα, με σφυρήλατη ή συρματερή τεχνική και ανάγλυφη διακόσμηση, όπου απεικονίζονται παραστάσεις Αγίων, παραστάσεις της Παναγίας, τα Πάθη και την Ανάσταση του Χριστού.Από τις πλευρές της πλάκας ξεκινούν αλυσίδες, όμως οι δυο (η αριστερή και η δεξιά) καταλήγουν σε πλάκες με εγχάρακτη διακόσμηση. Από την πάνω πλευρά οι αλυσίδες καταλήγουν σε γάντζο, ενώ από την κάτω πλευρά οι αλυσίδες πιάνουν ξανά πάνω στην πλακά.
Ο Σουγιάς συγκρατείται από τρία πιαστήρια. Τα δύο θηλυκώνονται πλαγιά στη μέση και το τρίτο στο μπροστινό μέρος του ντουλαμά ή της φουστανελλάς. Όπως και τα κιουστέκια έτσι και ο Σουγιάς παλιότερα ήταν διακοσμημένος από χρωματιστές πέτρες, πράσινες, μπλε και κόκκινες και από σμάλτο.
- Το Φυσεκλίκι, έχει σχήμα τριγωνικό που αποτελείτε από δερμάτινες λουρίδες και μια θήκη. Το φορούν δεξιά και το δένουν με ζώνη από τη μέση. Αποτελείται από 3-5 σειρές στρογγυλά ή ρομβοειδή γαντζούδια στολισμένα με κόκκινες πέτρες.Κατά την περίοδο της επανάστασης οι αγωνιστές στο φυσεκλίκι είχαν τα φουσέκια για τα ντουφέκια τους και στην θήκη έβαζαν, τις τσακμακόπετρες και το μεδουλάρι (άλοιμα για τα ντουφέκια φτιαγμένο από μεδούλι και άλλες λιπαρές ύλες.
- Οι Παλάσκες, είναι ασημένιες θήκες πελεκημένες με ανάγλυφα σχέδια και στερεώνονται από τη ζώνη του σελαχιού στο πίσω μέρος. Σ’ αυτές οι κλέφτες κι αρματολοί έβαζαν τα φυσέκια και τα βόλια για το καριοφίλι.
Όμως την φορεσιά την ολοκληρώνουν τα άρματα που αρκετά απ’ αυτά είναι κειμήλια και τα φορούν οι αρματωμένοι στο πανηγύρι οπού δίνουν ξεχωριστή ομορφιά. Είναι τα εξής:
- Το Χαρμπί, είναι ασημένια βέργα με κυλινδρικό θηκάρι και μεσα στη θήκη του, το χρησιμοποιούσανε για τον καθαρισμό και το γέμισμα της πιστόλας. Το «χαρμπί», όταν έβγαινε από τη θήκη του, γινόταν φοβερό στιλέτο (δίσκελο ή μονόσκελο). Ήταν κοφτερό και μυτερό, στρογγυλεμένο απ’ όλες τις πλευρές. Μπροστά ήταν διχαλωτό και το μεταχειρίζονταν αντί για πηρούνι και με τη διχάλα πιάνανε και το κάρβουνο απ’ το τσιμπούκι τους.
- Η Πάλα (σπάθα), ήταν το κυρίαρχο επιθετικό όπλο των αγωνιστων, σπαθί κυρτό και πλατύ που κρεμόταν στο αριστερό μέρος της μέσης τους από μεταξωτό ζωστάρι ή με κορδόνια από την αριστερή ωμοπλάτη. Το θηκάρι της ομορφοστολισμένο με παραστάσεις και κεντήματα ήταν από ασήμι ή επίχρυση ή από μπρούντζο και η λαβή της έμοιαζε με κεφάλι δράκοντα φτιαγμένη από ξεχωριστό κόκαλο και πολλές φορές πολύτιμα πετράδια στόλιζαν τα μάτια του.Η λεπίδα της ήταν από ατσάλι ελαφρύ και ήταν ο τρόμος στη μάχη, καθώς το σχήμα της (πολύ κυρτή), της έδινε τη δυνατότητα να κάνει βαθιές τομές στο ανθρώπινο σώμα, να αποκόπτει χέρια και κεφάλια με ένα μόνο κτύπημα.
- Το Γιαταγάνι, ήταν και αυτό ξακουστό σπαθί απαραίτητο εξάρτημα του οπλισμού των Ελλήνων αγωνιστών, κυρίως αμυντικό όπλο. Ένα είδος μεγάλης μαχαίρας, μισό μέτρο λάμα ή και περισσότερο, που η λεπίδα του σχηματίζει κοίλη καμπύλη στο μέσο και κυρτή στην αιχμή. Το γιαταγάνι ηταν φτιαγμένο από γερό ατσάλι και ήταν τόσο γερό που τρυπούσε λαμαρίνα και άντεχε να κόψει χοντρή αλυσίδα. Το γιαταγάνι είχε λαβή αργυροσκαλισμένη και θηκάρι ασημοκαπνισμένο και πλουμιστό με γοργόνες και άγρια πουλιά. Μερικές φορές το θηκάρι ήταν από τομάρι αγριομερινού ή φιδιού.
- Η Κουμπούρι ή Μπιστόλα, εμπροσθογεμές κοντόκανο όπλο, συνήθως με κεντήματα και ασήμια, τόσο στο «λαμνί» (κάνη) όσο και στα «παφίλια» (συνδετικοί κρίκοι) και στη λαβή.
- Το Καρυοφύλλι – καριοφίλι, εμπροσθογεμές τουφέκι με μακριά κάννη, που είχε για την πυροδότησή του πυριτόλιθο. Το καριοφίλι ήταν το κλασικό όπλο της ελληνικής επανάστασης του 1821.Με αυτό δοξάστηκε η κλεφτουριά. Έγινε ο αχώριστος σύντροφος κάθε κλέφτη, κάθε αρματολού. Το καριοφίλι διαθέτει μεγάλο κοντάκιο με κοίλο περίγραμμα στην πάνω και πλαϊνή πλευρά και ελαφρά κυρτό στην κάτω. Η κάνη είναι επιμήκης, σχεδόν κυλινδρική, σιδερένια με στόχαστρο. Κάτω από την κάνη αναπτύσσεται ο ξύλινος ξυστός, που στο εσωτερικό του δέχεται το σιδερένιο οβελό γεμίσματος του όπλου. Σχεδόν όλο το ξύλινο κοντάκιο καθώς και ο ξυστός καλύπτονται με ελάσματα μπρούντζου που φέρουν εγχάρακτη διακόσμηση με φυτικά κυρίως μοτίβα και ενώνονται με μικρά καρφάκια, φανερώνοντας τάση για καλλιτεχνική διακόσμηση του όπλου. Πλατύ έλασμα περιβάλλει τη σκανδάλη, ενώ σώζεται καλά το σύστημα πυροδότησης του μπαρουτιού. Στη χειρολαβή υπάρχει κρίκος, προφανώς για το λουρί του όπλου.
Η δημοτική μούσα ύμνησε το καριοφίλι όσο κανένα άλλο όπλο, το οποίο μεταχειρίστηκαν οι Έλληνες στους τίμιους αγώνες τους. Γνωστοί οι στίχοι που φανερώνουν την επιθυμία αλλά και τη δύναμη του λαϊκού αγωνιστή: “Θα πάρω το τουφέκι μου, τ’ άγιο το καριοφίλι”.
Την αρματωσιά συμπληρώνουν διάφορα μαχαίρια με ασημένια σκαλισμένη θήκη.
(Η επιμέλεια και σύνταξη του άρθρου έγινε απο τον Νίκο Δ.Γιαννή)