Η λέξη προέρχεται από το απολύω, αφήνω ελεύθερο και είναι ένα από τα πιο ευχάριστα άλλα και πρωτότυπα έθιμα. Απ’ ότι γνωρίζω, το έθιμο αυτό των απολυσιών, δεν υπήρχε σε άλλα γειτονικά χωριά. Είναι άγνωστο από πού είχε την προέλευση του και άγνωστο πώς δημιουργήθηκε. Ήταν όμως κάτι το ασυνήθιστο και κάτι που για μας τα παιδιά σκορπούσε ενθουσιασμό, χαρά, ευχαρίστηση.
Γύρω εκεί στα μισά του Οκτωβρίου, ακριβώς μετά τον Τρυγητό, και για δεκαπέντε ημέρες, επετρέπεταν να ανεβείς σε οποιοδήποτε οπωροφόρο δέντρο, να φας καρπούς, να μπείς μέσα σε οποιοδήποτε αμπέλι, να μάσεις κοτρίδια ή και σταφύλια, αν είχαν απομείνει και να απολύσεις τα ζώα σου, σε όποιο χωράφι ήθελες να βοσκήσουν. Όλη η περιοχή ήταν στη διάθεση σου και δική σου. Μετά τις δεκαπέντε όμως ημέρες, ο καθένας απο τραβιόταν πάλι στα δικά του. Κείνο που θυμάμαι είναι η χαρά που είχαμε εμείς τα παιδιά. Σαν άρχιζαν οι απολυσιές, όλα μαζί κατηφορίζαμε για τα αμπέλια ή την Καναβίστρα. Όλα μαζί γυρίζαμε τα χωράφια. Όλα μαζί βοσκούσαμε τις γίδες. Όλα μαζί παίζαμε και όλα μαζί ανηφορίζαμε τα βράδια, πάλι για το χωριό χαρούμενα, γελαστά, ευτυχισμένα. Αλλά και οι μεγάλοι, κάπως έτσι φαίνονταν στα μάτια μας. Πιο γελαστοί, πιο χαρούμενοι, πιο αδελφωμένοι. Τους έβλεπες και αυτούς να μαζεύονται σε κανένα χωράφι, να κάθονται πάνω στις πέτρες και τα πεζούλια ή ξαπλωμένοι στο χώμα, να συζητούν, να χορατεύουν, να γελούν και να καπνίζουν ξένοιαστοι, τις πίπες ή τα τσιμπούκια τους.
Και θα πω και τούτο. Δεν θυμάμαι βέβαια, αν ήταν δασκάλεμα των γονιών μας ή έμφυτη υπευθυνότητα, αλλά το ξένο δέντρο και το κάθε ξένο συγχωριανού μας πράγμα, το νοιώθαμε κείνες τις ώρες δικό μας. Το σεβόμασταν, το υπολογίζαμε και το αγαπούσαμε. Δεν θυμάμαι ποτέ να διατυπώθηκε από κανέναν, παράπονο, διαμαρτυρία, καταγγελία.
(Απόσπασμα από βιβλίο του Βαγγέλη Σ. Βλάχου «Στα χνάρια μιάς πορείας»)