facebook twitter youtube googleplus
on/off

Δ. ΚαρπάθουΒιβλία: Παραμύθι-Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατο

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς και ξεκίνησε με το φουσάτο του να πάει στο κυνήγι. Παίρνει τους στρατιώτες μαζί, παίρνει κι ό,τι ήταν να χρειαστεί για το κυνήγι, γιατί θα ’λειπε καμιά βδομάδα, και φόρτωσαν την καμήλα και πήγαιναν.

Πήγαιναν, ώσπου βραδιάστηκαν σε μια ερημιά. Βλέπουν τότε ένα φως πάνω σ’ ένα βουνό και λένε: «Να πάμε εκεί που είναι το φως. Πρέπει να έχει ένα σπίτι να κοιμηθούμε».

Πάνε λοιπόν κατευθείαν και σαν έφτασαν κοιτάζει ο βασιλιάς από το τζάμι της πόρτας μέσα και βλέπει έναν παπά, που καθότανε στο τραπέζι κι έγραφε μ’ ένα μελάνι χρυσό, χρυσά γράμματα, σ’ ένα βιβλίο.

Ο βασιλιάς εντυπωσιάστηκε και χτύπησε την πόρτα.

«Καλησπέρα, πάτερ».

«Καλώς το βασιλιά», λέει ο παπάς.

Ο βασιλιάς παραξενεύτηκε, που τον γνώρισε ο παπάς, γιατί φορούσε ρούχα για το κυνήγι κι όχι βασιλικά, και του λέει:

«Μπα, όχι και βασιλιάς…»

«Ναι, βασιλιάς» λέει πάλι ο παπάς.

«Και πώς με γνώρισες;»

«Εγώ γράφω τις μοίρες και τα τυχερά των ανθρώπων, σ’ αυτό το βιβλίο, και ξέρω ότι είσαι βασιλιάς».

«Αφού γράφεις τις μοίρες και τα τυχερά των ανθρώπων, θέλω να μου πεις, πώς μοίρανες το κοριτσάκι μου, που είναι τώρα έξι μηνών».

«Να σου πω», λέει ο παπάς. «Το κοριτσάκι σου θα πάρει του τσοπάνη το γιο. Εδώ παρακάτω είν’ ένας τσοπάνης κι έχει ένα αγοράκι, εφτά οχτώ μηνών. Αυτό θα πάρει η κόρη σου».

Ο βασιλιάς θύμωσε με τα λόγια του παπά και του λέει:

«Τι λες; Εγώ είμαι βασιλιάς και μοίρανες την κόρη μου να πάρει του τσοπάνη το γιο;»

«Αυτό είναι το τυχερό της, βασιλιά μου, αυτό της έγραψα».

Το βασιλιά δεν τον χωρούσε πια ο τόπος και ξεκίνησε αμέσως να πάει να βρει τον τσοπάνη. Πραγματικά τον βρήκε στο σπίτι του και τον χαιρέτησε.

«Καλώς τον κύριο», λέει ο τσοπάνης, που δεν γνώρισε το βασιλιά. «Πώς από δω;»

«Είμαι ο βασιλιάς και πάω για κυνήγι. Μα καθώς περνούσα άκουσα το κλάμα του μωρού σας κι ήρθα να σου πω να μου το πουλήσεις, γιατί εγώ δεν έχω παιδιά. Θα σου δώσω φλουριά όσα θα σου δουλέψει σ’ όλη του τη ζωή».

«Μα πώς να πουλήσω το παιδί μου» λέει ο κακομοίρης ο τσοπάνης, «που το ’χω ένα κι ότι το κάναμε κι εμείς με μεγάλα βάσανα;»

«Μα θα σου δώσω φλουριά, σου λέω, όσα θα κέρδιζε το παιδί αν δούλευε σ’ όλη του τη ζωή!» λέει πάλι ο βασιλιάς.

Διαβάστε περισσότερα…

Γράψτε το σχόλιό σας.