Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας καπετάνιος κι είχε τρεις κόρες. Πήγαιναν λοιπόν στο σχολειό οι κορούλες και κάθε μέρα, «Καλημέρα, κυρα-δασκάλα», έλεγε η πρωτοκόρη, «Καλημέρα, κόρη μου», «Καλημέρα, κυρα-δασκάλα», έλεγε η δεύτερη, «Καλημέρα, κόρη μου», «Καλημέρα κυρα-δασκάλα», έλεγε η τρίτη, «Καλημέρα, κόρη μου, και νάν’ η τύχη σου το Ντζεν-πουλί». Χρόνια λοιπόν το ’λεγε αυτό της κορούλας.
Μια φορά, αφού είχανε μεγαλώσει πια οι κορούλες, ο πατέρας τους ήθελε να πάει στην Πόλη να ψωνίσει. Τις κάλεσε λοιπόν κοντά του και τους λέει:
«Τι θέλετε, παιδιά μου, να σας φέρω;»
Η μια του είπε πως ήθελε φουστάνι, η άλλη χρυσαφικά. Λέει και της τρίτης κόρης:
«Εσύ, παιδί μου, τι θέλεις;»
«Εγώ, πατέρα μου, δε θέλω τίποτα».
«Δεν είναι δυνατόν, κάτι πρέπει να σου φέρω κι εσένα».
Τέλος πάντων, λέει η τρίτη κόρη:
«Να μου φέρεις, πατέρα μου, το Ντζεν-πουλί, που μου έλεγε η δασκάλα μου, μα έχε το νου σου, γιατί, άμα το ξεχάσεις και δε μου το φέρεις, θα μαρμαρώσει η θάλασσα και δε θα μπορείς να ’ρθεις».
Τι να κάμει κι ο κακόμοιρος ο γέρος; Λέει: «Καλά».
Φεύγει λοιπόν και πάει στην Πόλη.
Ψώνισε ο άνθρωπος, πήρε της μιας του κόρης ό,τι ήθελε, πήρε της άλλης ό,τι ήθελε και λέει: «Τι να ’ναι άραγε αυτό το πουλί, που μου ζήτησε η μικρή; Ας πάω να της πάρω ένα παρδαλό, να την ξεγελάσω…μήπως ξέρει κι εκείνη τι είναι το Ντζεν-πουλί…»
Πάει λοιπόν και της παίρνει ένα παρδαλό πουλί και φεύγει.
Στη μέση όμως της θάλασσας σταμάτησε το καράβι και ούτε δω πήγαινε, ούτε κει. Βρε οι ναύτες από δω, βρε οι ναύτες από κει, τίποτα. Λέει τότε ένας:
«Κάποιος αμαρτωλός είναι εδώ μέσα και γι’ αυτό δεν πάει το καράβι».
Λέει τότε κι ο καπετάνιος:
«Βρε παιδιά, εγώ είμαι ο αμαρτωλός και τώρα θα γυρίσουμε πίσω στην Πόλη να κάμω της κόρης μου τη διαταγή».
Δεν πρόλαβε να τελειώσει το λόγο του και ξεμαρμάρωσε η θάλασσα και φεύγουν και πάνε πάλι στην Πόλη.
Όταν έφτασαν, ρωτούσε από δω, ρωτούσε από κει για το Ντζεν-πουλί, ώσπου βρίσκεται ένας και του λέει:
«Ιιι!…, κακόμοιρε, αυτό δα είναι το βασιλόπουλο και πού θα πας εσύ να το βρεις;»
Τι να κάνει ο κακόμοιρος; Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, φεύγει και πάει στο παλάτι και χτυπάει την πόρτα. Ανοίγει ο θυρωρός.
«Άνθρωπέ μου», του λέει ο γέρος, «έχω μεγάλη ανάγκη να δω το βασιλέα».
Δεν τον άφηναν να μπει μέσα. Με τα πολλά, τι να κάμουν πια, τον άφησαν.