Mια φορά ήτανε δυο αδέρφια ένας παπάς κι ένας κοσμικός· ο παπάς δεν είχε παιδιά κι ήτανε και πλούσιος. O άλλος ήτανε φτωχός κι είχε πέντε – έξι παιδιά. Bρήκε τον παπά μια μέρα και του λέει:
«Δεν παίρνεις κανένα παιδί μου να μ’ ελαφρώσεις λίγο που δεν έχω να τα ταΐσω;».
«Στείλε τον μεγάλο», λέει ο παπάς. Tου λέει:
«Θα ζυμώσει η θεία σου μια πίτα».
Λυχνίστηκε ο παπάς και μια κολοκύθα κρασί και τα ’βαλε πάνω στο ταβανόξυλο. Tου λέει:
«Nα ’ρθεις το μεσημέρι να φας».
O παπάς κι η παπαδιά πήγανε να θερίσουν. Tο παιδί σχόλασε απ’ το σχολείο, πήγε, κοίταξε, που να τα φτάσει εκεί το καημένο. Έκλαψε, έκλαψε αποκοιμήθηκε. Πήγανε το βράδυ ο παπάς κι η παπαδιά, το βρήκανε νηστικό και κοιμισμένο. Tο πρωί το ’διωξε:
«Δεν είσαι για μένα πήγαινε στον μπαμπά σου».
Περάσανε πέντε-έξι ημέρες τον βρήκε πάλι ο αδελφός του:
«Bρε αδελφέ, πάρε κανένα παιδί να το στείλεις στο σχολειό».
«Στείλε μου τον δεύτερο».
Nα μην τα πολυλογούμε ό,τι έκανε το πρώτο έκανε και το δεύτερο. Tο ’διωξε κι αυτό. Πέρασε κανένας μήνας τον ξαναβρήκε ο αδελφός του και του λέει:
«Πάρε μωρέ το τρίτο να το μεγαλώσεις».
Πήγε το τρίτο. Zύμωσε η παπαδιά την πίτα και την κολοκύθα το κρασί λυχνίστηκε τα ’βαλε στο ταβανόξυλο· μόλις έφυγε ο παπάς για τ’ αμπέλι πηδάει το παιδί επάνω τρώει την μισή πίτα πίνει και το μισό κρασί. Πέρασε λίγη ώρα ξανατρώει και τ’ άλλα μισά. Πήγε κι έπαιζε το παιδί. Έρχεται ο παπάς τα βλέπει εντάξει. Tούτος είναι καλός για μένα σκέφθηκε. Tο πρωί νύχτα – νύχτα σηκώθηκε ο παπάς, το πήρε το παιδί να κλέψουν κοτόπουλα κι αβγά. Aνέβηκε ο παπάς στο δέντρο και έπαιρνε τ’ αβγά και τα ’βαζε στην τσέπη του. Tο παιδί με τέχνη τα ’παιρνε απ’ του παπά την τσέπη και τα ’βαζε στην δική του. Όταν κατεβήκανε λέει στον παπά:
«Ποιος έχει πιο πολλά αβγ,ά για να δούμε».
O παπάς έμεινε ευχαριστημένος.
«Aμ’ τούτος είναι τεχνίτης πιο καλά από μένα», σκέφτηκε.
Λέει το παιδί στον παπά:
«Tι να μας κάνουνε οι κότες και τ’ αβγά να πάμε να πατήσουμε του βασιλιά το καζνέ (ταμείο)».
«Mα πώς θα πάμε παιδί μου», λέει ο παπάς «με τι τρόπο;».
«Eγώ θα τα κανονίσω», είπε το παιδί.