facebook twitter youtube googleplus
on/off

M. NisyrosBooks: Paramythi-To ftoxopedo

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσανε σ’ ένα νησί, ας πούμε στην Πάρο, ένας πλούσιος βεζίρης κι ένας φτωχός ψαράς κι είχανε κι οι δυο από ένα γιο.

Τα δυο παλικάρια ήτανε φίλοι από παιδιά, παρόλο που ο βεζίρης δε χώνευε το γιο του ψαρά κι όλο μάλωνε το γιο του και του έλεγε πως δεν ταιριάζει να κάνει παρέα μ’ ένα φτωχόπαιδο.

Μια φορά, τα ’φερε έτσι η τύχη, και τα δυο παλικάρια αγάπησαν την ίδια κοπέλα κι ήθελαν κι οι δυο να την παντρευτούν.

Πήγαν λοιπόν στο σπίτι της, της εξομολογήθηκαν την αγάπη τους, και της ζήτησαν να διαλέξει ποιον απ’ τους δυο θέλει γι’ άντρα της. Η κοπέλα ήρθε σε δύσκολη θέση, γιατί από τη μια, ο γιος του βεζίρη είχε αμέτρητα πλούτη κι από την άλλη ο γιος του ψαρά ήτανε πολύ καλό και άξιο παλικάρι. Αφού λοιπόν κάθισε και σκέφτηκε κάμποσες μέρες τους κάλεσε και τους είπε: « Επειδή δεν μπορώ να διαλέξω έναν απ’ τους δυο σας γι’ άντρα μου, θέλω ν’ αρματώσετε από ένα καράβι και να πάτε μακριά, σ’ άλλους τόπους για ένα μήνα. Όποιος καταφέρει να γυρίσει φέρνοντας τα πιο πολλά πλούτη, θα γίνει άντρας μου».

Τα παλικάρια συμφώνησαν και σε λίγες μέρες τα δυο καράβια ξεκίνησαν απ’ το λιμάνι.

Ο γιος του βεζίρη πήγε κατ’ ευθείαν στον Πειραιά. Άραξε το καράβι του και βγήκε να δει το μέρος. Γρήγορα όμως έμπλεξε με κακές παρέες και περνούσε τις μέρες του με γλέντια και ξενύχτια, ώσπου έφαγε όλα τα λεφτά που είχε μαζί του. Έτσι κατάντησε να γίνει λούστρος και να μαζεύει πενταροδεκάρες για να αγοράσει λίγο φαΐ.

Το φτωχόπαιδο έβαλε κι αυτό πλώρη για τον Πειραιά, μα καθώς περνούσε από ένα ερημονήσι, ας πούμε από τον Άγιο Σπυρίδωνα, είδε, εκεί πάνω, έναν άνθρωπο που σήκωνε τα χέρια του και του φώναζε: « Έλα δω! Έλα δω!»

Το φτωχόπαιδο, που νόμιζε πως θα ήτανε κανένας ναυαγός, άλλαξε αμέσως ρότα,* και πήγε κι άραξε στο ερημονήσι. Τότε είδε πως, ο άνθρωπος που του φώναζε, ήταν ένας γέρος και του λέει: – Έλα, παππού, κατέβα να σε πάρουμε μαζί μας.

- Θά ’ρθω, παιδί μου, του λέει ο γέρος, μα πρώτα θα κάνουμε μια συμφωνία. Εγώ θα μπω καπετάνιος στο καράβι σου κι εσύ θα γίνεις ναύτης. Κι ό,τι κέρδος βγάλουμε από το ταξίδι μας, θα το μοιραστούμε.

- Μα, παππού, λέει το φτωχόπαιδο, καλά να γίνεις καπετάνιος, καλά να μοιραστούμε το κέρδος, μα τη γυναίκα μου δε γίνεται να τη μοιραστούμε.

- Θα τη μοιραστούμε κι αυτή, επέμενε ο γέρος, κι έπιασε ένα χαρτί, έγραψε τη συμφωνία κι αφού κατέβηκε, το έδωσε στο φτωχόπαιδο να το υπογράψει.

Το φτωχόπαιδο σκέφτηκε και λέει με το νου του: «Λόγια ενός γέρου είναι. Μπορεί να ’ναι και σοφά. Ας υπογράψω το χαρτί κι έχει ο Θεός».

Έτσι λοιπόν, μπήκε ο γέρος στο τιμόνι, μπήκε κι αυτό ναύτης και ξεκινήσανε.

  Read more…

Write your comment.