Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα αντρόγυνο αγαπημένο μα δίχως παιδιά.
Είχαν όμως ένα σκύλο, που τον αγαπούσαν γιατί ήταν καλός. Όταν πήγαινε ο άντρας στη δουλειά, ο σκύλος καθόταν στο σπίτι κι έτσι δεν έμενε μοναχή η γυναίκα.
Ένα Σάββατο ο άντρας δεν είχε δουλειά κι ήθελε να πάει στο κυνήγι. Λέει λοιπόν της γυναίκας του:
«Καλή, θα πάω στο κυνήγι και θα πάρω και τον Κασαμάνη». Έτσι έλεγαν το σκύλο τους.
«Ε!», του λέει η γυναίκα, «να φύγεις εσύ, να πάρεις και τον Κασαμάνη και να ’μαι εγώ μοναχή; Άσ’ τον Κασαμάνη, να τον έχω παρηγοριά».
Για να μην της χαλάσει το χατίρι ο άντρας της, άφησε τον Κασαμάνη κι έφυγε μοναχός του.
Κυνηγώντας ο άνθρωπος, μπήκε σ’ ένα ρουμάνι* κι εκεί βλέπει ένα μεγάλο θεριό* να το έχουν δεμένο πάνω σ’ ένα δέντρο κάτι μικρά αγρίμια κι ετοιμάζονταν να του βάλουν φωτιά.
Μόλις είδε τον κυνηγό το θεριό του λέει:
«Σώσε με κι εγώ θα σου κάμω ό,τι θέλεις».
«Θα σε σώσω», του λέει ο άνθρωπος, «μα κι εσύ θα με βγάλεις απ’ το ρουμάνι, γιατί έχω χαθεί»
«Κι αυτό κι ό,τι άλλο θέλεις θα σου κάμω».
Σήκωσε ο κυνηγός το ντουφέκι του, έριξε μερικές ντουφεκιές και τα μικρά αγρίμια σκορπίστηκαν. Πήγε μετά κοντά, έβγαλε το μαχαίρι του, έκοψε τα σκοινιά από βούρλα, που το είχαν δεμένο και το ελευθέρωσε.
Το θεριό, ευχαριστημένο που ήταν ελεύθερο, του λέει:
«Τώρα θα σε φάω».
«Βρε θεριό, εγώ σου έκαμα το καλό κι εσύ θέλεις να με φας;»
«Θα σε φάω, γιατί πιο κακό θεριό απ’ τον άνθρωπο δεν υπάρχει στον κόσμο. Όλα τα κακά οι άνθρωποι τα κάνουνε».
«Σύμφωνοι», λέει ο άνθρωπος, «αλλά χωρίς δίκη δε θα με φας. Θα πάμε να βρούμε κι άλλα ζώα να τα ρωτήσουμε, κι αν έχεις δίκιο που θέλεις να με φας, θα με φας κι αν δεν έχεις άδικο θα με βγάλεις απ’ το ρουμάνι».
Το θεριό συμφώνησε. Ρίχνει στους ώμους του τον άνθρωπο και με πέντε σάλτους πήγαν παρακάτω κι αντάμωσαν ένα γάιδαρο. Σταματούν, του λένε την ιστορία και τον παρακαλούν να τους πει τη γνώμη του.
Κι ο γάιδαρος λέει:
«Το θεριό έχει δίκιο, που θέλει να σε φάει».
«Βρε γάιδαρε», λέει ο άνθρωπος, «εγώ του έκαμα την καλοσύνη κι αντί να με σώσει να με φάει;»