Ζούσε μια φορά κι έναν καιρό ένας γέρος ψαράς, που είχε μια κόρη και τρία παιδιά*. Ο ψαράς αυτός πήγαινε κάθε μέρα στο ψάρεμα κι όλα τα ψάρια που έπιανε τα πούλαγε στο βασιλιά. Μια μέρα μαζί με τα ψάρια έπιασε κι έναν χρυσό κάβουρα. Όταν γύρισε σπίτι του έβαλε τα ψάρια σε μία γαβάθα, για να τα καθαρίσει η γυναίκα του και να τα πάει μετά στο παλάτι. Τον κάβουρα όμως ήθελε να τον κρατήσει, επειδή ήταν πολύ όμορφος, και γι’ αυτό τον έβαλε πάνω στη ντουλάπα. Την ώρα λοιπόν που η γυναίκα του είχε τη γαβάθα με τα ψάρια στην ποδιά της και τα ξελέπιζε, φάνηκε λίγο το πόδι της και τότε ακούστηκε μια φωνή και της είπε:
«Κατέβασε το ρουχαλάκι σου,
και φαίνεται το ποδαράκι σου».
Η γριά κοίταξε γύρω γύρω, είδε τον κάβουρα και του είπε:
«Τι παράξενος κάβουρας είσαι συ, που μπορείς να μιλάς;» Μετά σηκώθηκε, τον πήρε, και τον έβαλε κι αυτόν μέσα στη γαβάθα.
Όταν γύρισε ο γέρος στο σπίτι κάθισαν όλοι στο τραπέζι και, ξαφνικά, άκουσαν τον κάβουρα να τους λέει:
«Δώστε μου κι εμένα λίγο φαγάκι να φάω!»
Όλοι παραξενεύτηκαν, αλλά του έβαλαν να φάει. Κι όταν η γριά πήγε να πάρει το πιάτο του, το βρήκε γεμάτο χρυσάφι. Από κείνη τη στιγμή τον αγάπησε πάρα πολύ, κι αυτός, κάθε μέρα, γέμιζε το πιάτο του με χρυσάφι.
Μια μέρα λέει ο κάβουρας στη γυναίκα του ψαρά:
«Πήγαινε στο βασιλιά και πες του ότι θα ήθελα να παντρευτώ την πιο μικρή του κόρη».
Η γριά σηκώθηκε αμέσως, πήγε στο παλάτι, και το είπε στο βασιλιά. Ο βασιλιάς γέλασε πάρα πολύ. Σκέφτηκε όμως ότι θα μπορούσε να είναι ένας μαγεμένος πρίγκιπας αυτός ο κάβουρας κι έτσι είπε στη γυναίκα του ψαρά: «Πήγαινε, γριά, και πες στον κάβουρα ότι θα του δώσω την κόρη μου για γυναίκα του, εάν, ως αύριο το πρωί, καταφέρει να φτιάξει μπροστά από το παλάτι μου έναν φράχτη, πιο ψηλό από το δικό μου, και να έχει πάνω του όλα τα λουλούδια του κόσμου».
Η γριά γύρισε στο σπίτι και είπε στον κάβουρα αυτά που της είπε ο βασιλιάς. Τότε ο κάβουρας της δίνει μία χρυσή βίτσα και της λέει:
«Πήγαινε και χτύπησε μ’ αυτή τη βίτσα τρεις φορές κάτω στη γη, στο σημείο που είπε ο βασιλιάς ότι θέλει να είναι ο φράχτης, και αύριο το πρωί θα είναι εκεί».
Η γριά έκανε όπως της είπε ο κάβουρας.
Την άλλη μέρα, ξυπνάει ο βασιλιάς και τι να δει; Ο φράχτης, όπως ακριβώς τον ήθελε, ήτανε μπροστά του!
Τότε πάει πάλι η γριά στο βασιλιά και του λέει:
«Αυτό που ζήτησες έγινε. Τώρα πρέπει κι εσύ να δώσεις την κόρη σου γυναίκα του κάβουρα».