Μία φορά ήτανε δυο αδερφές, μία μουρλή και μία φρόνιμη. Το λοιπόν ερχότανε Λαμπρή και λέει η φρόνιμη στη μουρλή:
«Έρχεται η Ανάσταση του Κυρίου. Δε φτιάχνεις κι εσύ μία φορεσία του αντρός σου;»
«Και πώς θα του τη φτιάξω;»
«Να του πεις να σου πάρει λινάρι και συ να το υφάνεις».
Πραγματικά, το βράδυ, το λέει του άντρα της αυτή η τρελή.
«Μπα!» λέει εκείνος, «πρόκοψες; πώς το ’παθες;! Το λοιπόν, πες μου τι σου χρειάζεται να σου το φέρω».
«Να μου πάρεις ένα σακί λινάρι, καρύδια, ένα σακί σύκα και μία νταμιτζάνα* παλιό κρασί».
Της τα πήγε εκείνος κι αυτή, κάθε νύχτα, με το σήμαμα του Αγίου*, σηκωνότανε.
«Πώς και σηκώνεσαι τόσο νωρίς, γυναίκα;» απορούσε ο άντρας της.
«Άντρα μου, πάω να ’φάνω τα ρούχα σου».
Αλλά αυτή πήγαινε κι έσπαγε τα καρύδια, έκαιγε το λινάρι κι έψηνε τα σύκα, και καθότανε και τα ’τρωγε. Κάθε μέρα η ίδια δουλειά. Έπινε και το παλιό κρασί και γινότανε κούρνια*.
Πέρασε έτσι κάμποσος καιρός, και μία μέρα της λέει ο άντρας της:
«Γυναίκα, τα έφτιαξες τα ρούχα μου;»
«Τα υφαίνω, άντρα μου, τα υφαίνω».
Περάσανε κάμποσες μέρες ακόμη και πλησίαζε η Λαμπρή. Η μουρλή είχε φάει όλα τα καρύδια και τα σύκα, είχε κάψει κι όλο το λινάρι, είχε πιει και το κρασί, και φορεσία…τίποτα. Μία μέρα πάει η αδερφή της, η φρόνιμη, και τη ρωτάει: «Την ύφανες τη φορεσία του αντρός σου;»
«Όχι, μωρή αδερφή, γιατί μου πήρε σύκα, λινάρι και καρύδια, και σηκωνόμουνα, έκαιγα το λινάρι, τα έψηνα και τα έτρωγα. Έπινα και παλιό κρασί και περνούσα βασιλικά».
«Ω!,κακομοίρα μου, σε λυπάμαι. Έτσι και το μάθει ο άντρας σου θα σε σκοτώσει. Λοιπόν, άκου: έχω εγώ δύο μούδες* ρούχα του άντρα μου έτοιμες. Θα σου δώσω τη μία».
«Ω, αδερφούλα μου, πολύ καλά θα κάμεις!»
Παίρνει λοιπόν τη φορεσία, που της έδωσε η αδερφή της, και λέει χαρούμενη στον άντρα της:
«Άντρα μου, να τα ρούχα σου! Τα έφτιαξα. Τώρα θα τα πάω στη βαφιόσα* να τα βάψει».
«Καλά, γυναίκα μου».
Τα παίρνει η μουρλή και πάει. Πήγαινε, πήγαινε, ώσπου βλέπει στο δρόμο μια παπαρούνα.
«Καλημέρα, κυρα-βαφιόσα. Σου ’φερα τα ρούχα του αντρός μου, να τα βάψεις στο κολόρο* σου. Θέλεις;»
Η παπαρούνα κουνούσε το κεφάλι της στον αέρα.
«Ναι μου λέει», είπε με το νου της η μουρλή. « Ε, κυρα-βαφιόσα, τ’ αφήνω εδώ χάμω, κι αύριο θά ’ρθω να τα πάρω».
Η παπαρούνα όλο κουνούσε το κεφάλι της.
Πάει την άλλη μέρα, μα πού να βρει ρούχα!
«Πού είναι, μωρή, τα ρούχα;» άρχισε να λέει στην παπαρούνα. «Δε μου είπες πως θα τα έχεις έτοιμα;»