facebook twitter youtube googleplus
on/off

M. KarpathosBooks: Paramythi-I koukia ki o geros

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας γέρος και μια γριά, φτωχοί άνθρωποι, και δούλευαν και ζούσαν. Είχαν κι ένα κηπουλάκι, σα να πούμε στου Ρίχτη, εκεί κοντά στου Βασίλη του Σπανού. Είχε μέσα κι ένα πηγάδι και κάνανε περιβολικά και τρώγανε. Το χειμώνα σπέρνανε όσπρια, γλυκίδια, αρακά, κουκιά κι άλλα μαγειρέματα. Το χωράφι ήτανε καρπερό και κάνανε τα χρειαζούμενα και περνούσανε.

Μια φορά ήτανε πάλι η ώρα να σπείρει ο γέρος τα κουκιά. Του γεμίζει λοιπόν η γριά τον τουρβά* και τον στέλνει να τα σπείρει. Ο καλός σου ο γέρος, από την τεμπελιά του, σαν πήγε στο χωράφι του κάθισε στην άκρη του πηγαδιού και σιγά σιγά έφαγε όλα τα βρεχτοκούκια. Μόνο ένα κουκί του γλίστρησε από το χέρι του κι έπεσε μες στο πηγάδι.

Σαν ήρθε η άνοιξη λέει η γριά στο γέρο:

«Βρε γέρο, δεν πας, κακόμοιρε, να ρίξεις μια ματιά τι έγιναν τα κουκιά μας;»

φεύγει ο γέρος και στη στράτα συλλογιζότανε τι ψέμα θα συνθέσει για να γελάσει τη γριά. Αποσώνει στο Ρίχτη και τι να δει! Το κουκί που είχε πέσει μέσα στο πηγάδι, έγινε μια κουκιά, σα δέντρο τόσο ψηλό, που έφτανε ίσαμε τον ουρανό.

Ανεβαίνει, ανεβαίνει πάνω ο γέρος, φτάνει στην κορυφή και βρίσκει τον Ήλιο να μαλώνει με το Φεγγάρι. Μόλις είδαν το γέρο, του λένε:

«Έλα, γέρο, να μας κάνεις την κρίση σου και να μας πεις, ποιος από τους δυο είν’ ο πιο όμορφος».

Τότε λέει ο γέρος: «Όμορφο είν’ και το Φεγγάρι αλλά σαν τον Ήλιο δεν είναι».

Ευχαριστήθηκε τότε ο Ήλιος και του δίνει μια μαντίλα και του λέει:

«Σαν πας στο σπίτι σου και θες φαΐ, να πεις της μαντίλας –στρώσε, στρώσε μαντίλα- κι αυτή θα σου στρώσει ό,τι θέλει η όρεξή σου».

Γυρίζει πίσω ο γέρος και τα λέει όλα στη γριά. Μόλις ήρθε λοιπόν το μεσημέρι, φωνάζουν της μαντίλας – στρώσε, στρώσε μαντίλα- και να σου μονομιάς όλα τα φαγητά του κόσμου, που ζητούσε η ψυχή τους. Και το βράδυ τα ίδια. Η γριά κλείδωνε τη μαντίλα στην κασέλα και την έβγαζε κάθε φορά που τη χρειαζότανε.

Σαν πέρασε πάλι κανένας μήνας είπε η γριά στο γέρο:

«Δεν πας, κακόμοιρε γεροντή, να δεις μήπως έγιναν πια τα κουκιά, να πάμε να τα μαζέψουμε;»

Πάει ο γέρος κι ανεβαίνει πάλι στην κουκιά κι αυτή τη φορά βρήκε το Φεγγάρι και μάλωνε με τον Αυγερινό. Του λένε πάλι:

«Έλα δω, γέρο, να μας πεις ποιο είναι το πιο όμορφο».

Λέει ο γέρος: «Όμορφος είναι κι ο Αυγερινός αλλά σαν το Φεγγάρι δεν είναι».

Ευχαριστήθηκε τότε το Φεγγάρι και του χάρισε έναν πετεινό και του λέει:

«Σαν θέλεις χρήματα, να λες στον πετεινό –χέσε, χέσε πετεινέ- κι ο πετεινός θα σου χέζει όσα φλουριά θέλεις.

Read more…

Write your comment.