facebook twitter youtube googleplus
on/off

Ν. ΚεφαλληνίαςBooks: Paramythi: H xrysh goyroyna

Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα. Η βασίλισσα γέννησε ένα κοριτσάκι και σε τρεις μέρες πήγανε οι Μοίρες να μοιράνουν το παιδί. Είπανε ότι η βασιλοπούλα, έτσι κι έρθει του νόμου να παντρευτεί*, μόλις πει ο παπάς «Ευλογημένη η Βασιλεία», θα γίνει μια γουρούνα χρυσή και θα πάρει τους λόγγους. Το άκουσε η μάνα της και το ’γραψε σ’ ένα χαρτί. Το έβαλε όμως κατάκαρδα, πως θα γίνει η θυγατέρα της γουρούνα κι από τη στενοχώρια της πέθανε. Το μπιλιέτο το είχε φυλάξει μέσα σ’ ένα βιβλίο.

Μια μέρα που ο βασιλιάς ξεφύλλιζε το βιβλίο, βρήκε το χαρτί και πικράθηκε τόσο πολύ, που πέθανε κι αυτός.

Η κοπέλα, χωρίς μάνα και πατέρα, αύξαινε κι ομόρφαινε όλο και πιο πολύ. Ώσπου, κάποιο βασιλόπουλο μήνυσε ότι θέλει να την παντρευτεί. Κι εκείνη σκεφτότανε να το κάνει. Απέναντι απ’ το παλάτι της ήτανε μια γειτόνισσα φτωχή. Πάει λοιπόν το βράδυ στο σπίτι της και της λέει:

«Ήρθα να μου κάνεις μια χάρη».

«Προσκυνώ, βασίλισσά μου, ό,τι αγαπάς από με».

«Ήρθα να μου δώσεις την πρώτη σου θυγατέρα, αύριο, που έχω λίγο μαλλί να μου το γνέσει».

«Ευχαρίστως, κυρά, γιατί να μη στη δώσω; Να έρθει».

Την άλλη μέρα, πρωί πρωί, η κοπέλα πήγε στο παλάτι, μπήκε από το πορτόνι κι έκατσε κι έξαινε το μαλλί. Η βασίλισσα όμως δε φάνηκε διόλου όλη τη μέρα κι ούτε της πήγε τίποτα να φάει. Το βράδυ λοιπόν, αφού καληνύχτισε τη βασίλισσα, έφυγε. Η βασίλισσα ζήτησε από τη γειτόνισσά της να της στείλει την άλλη θυγατέρα της. Και μ’ αυτήν όμως έγιναν τα ίδια, δηλαδή δε φάνηκε κανείς, ούτε της έδωσαν να φάει. Και οι δυο, όταν γυρίσανε στο σπίτι τους, παραπονιότανε και λέγανε ότι δεν τις περιποιήθηκε η βασίλισσα. Αυτή όμως τα άκουγε όλα κρυφά.

Την άλλη μέρα, ζήτησε να πάει η πιο μικρή θυγατέρα της γειτόνισσας. Πράγματι, πήγε κι αυτή και συμβήκανε πάλι τα ίδια. Όταν όμως βράδιασε και γύρισε σπίτι της η μικρότερη, είπε στη μάνα της:

«Μωρέ, εμένα και τι δε μου ’δωκε η βασίλισσα! Ως και γαρδελόγλωσσες* μου είχε ψημένες!»

Και η βασίλισσα, που τ’ άκουσε, μπήκε και ζήτησε τη μικρή για να την πάρει γι’ αδερφή της και να την παντρέψει, γιατί αυτή ήτανε η πιο πιστή. Την πήρε λοιπόν και πήγανε στο παλάτι. Κάτσανε, φάγανε και κοιμηθήκανε.

Την άλλη μέρα, εστερέωσε ο γάμος της βασιλοπούλας με το βασιλόπουλο. Ο, τι ρούχα έφτιαχνε αυτή, έφτιαχνε και της φτωχής. Tην τελευταία μέρα πριν να γίνει ο γάμος, λέει η βασίλισσα της φτωχής: «Το γραφτό μου είναι να γίνω χρυσή γουρούνα και να πάρω τους λόγγους, μα σε σαράντα μέρες θα ξαναπάρω τη μορφή μου. Θέλω λοιπόν να μου έχεις τρία κακκάβια: το ένα θα έχει γάλα, το άλλο τριανταφυλλόνερο και το άλλο νερό, να πέσω μέσα να κυλιστώ, και τρία σεντόνια να σφουγγιστώ. Τώρα ντύσου όπως κι εγώ κι όταν ο παπάς πει “Ευλογημένη η Βασιλεία”, εγώ θα φύγω κι εσύ να πάρεις τη θέση μου και να με περιμένεις να έρθω».

Πράγματι, στην ορισμένη ώρα, γίνηκε ένας ανεμοστρόβιλος κι έσβησε το φως. Όταν άναψαν τα φώτα όλοι είπανε: «Πού είναι η νύφη να γίνει ο γάμος;» Έρχεται τότε η φτωχή, παίρνει τη θέση της βασίλισσας, κι είπε ότι φοβήθηκε με τον ανεμοστρόβιλο και κλείστηκε για λίγο στην κάμαρά της. Έγινε ο γάμος, τραταριστήκανε, φάγανε, ήπιανε και πήγε ο γαμπρός με τη νύφη να πέσουνε.

Όταν μπήκανε μέσα στην κάμαρα, λέει η φτωχή στο βασιλόπουλο: «Σ’ ορκίζω, σαράντα μέρες να μη μ’ αγγίξεις, ούτε τη μανίκα μου, γιατί έχω ανάθεμα από τη μάνα μου».

«Αυτό είναι το πιο εύκολο», της λέει το βασιλόπουλο.

Όταν περάσανε οι σαράντα μέρες, περίμενε τη χρυσή γουρούνα. Ζέστανε το νερό κι ετοίμασε τα τρία κακκάβια. Ήρθε η ώρα και φάνηκε από μακριά η χρυσή γουρούνα. Έφτασε κι έπεσε μέσα στα κακκάβια και τρίφτηκε καλά κι ύστερα σφουγγίστηκε. Στη στιγμή πήρε την πρώτη της μορφή. Αγκαλιαστήκανε και φιληθήκανε με τη φτωχή και κατόπιν πήγε μέσα στην κάμαρά της, που κοιμότανε ο άντρας της. Τότε του εξήγησε τα πάντα, πως έτσι έπρεπε να κάνει, μια και ήτανε γραφτό, και πήρε μια ξένη κοπέλα και την έκαμε αδερφή της.

Και με τον καιρό, βρήκανε ένα βασιλόπουλο και παντρέψανε τη θυγατέρα τη φτωχή και ζήσανε καλά κι εμείς καλύτερα.

Του νόμου να παντρευτεί: σε νόμιμη ηλικία

Γαρδελόγλωσσες: γλώσσες από καρδερίνες (γαρδέλι: καρδερίνα)

Κακκάβι: χάλκινη χύτρα

Σφουγγίστηκε : σκουπίστηκε

Read more

Write your comment.