Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας παπάς και μια παπαδιά κι είχανε ένα γιο. Το γιο τους τον παντρέψανε με μια καλή νύφη, αλλά μετά το γάμο, έπρεπε να φύγει ο γαμπρός και να πάει στην Αθήνα. Κάθισε λοιπόν μονάχη της η νύφη στου πεθερού και στης πεθεράς της το σπιτικό.
Ο παπάς κι η παπαδιά δεν ήτανε καλοί και δεν πρόσεχαν τη νύφη τους, παρά κοίταζαν το δικό τους φαΐ και δεν τους ένοιαζε για κείνη. Της έδιναν να τρώει λίγο κι αυτοί τρώγανε κρυφά. Στρώνανε τάχατες το τραπέζι, βάζανε λίγο φαΐ, μα σηκώνανε αμέσως τα πιάτα, προτού προφτάσει η νύφη τους να βάλει μια μπουκιά στο στόμα της. Έτσι κάνανε κάθε μέρα, μεσημέρι βράδυ, κι η νύφη έμενε πάντα νηστική και σούρωνε* από την πείνα. Κι αυτοί σηκωνόντουσαν κρυφά τη νύχτα και τρώγανε ό,τι περίσσευε.
Η κακομοίρα η νύφη σκέφτηκε να πάει στ’ αδέρφια της και να τους πει τι τραβάει. Μια μέρα όμως πήγε ο ένας της αδερφός και κάθισε κάμποσες μέρες μαζί τουςς, για να δει πώς περνάει η αδερφή του. Κόντεψε να πεθάνει όμως κι αυτός της πείνας, γιατί τα ίδια του έκαναν η παπαδιά κι ο παπάς. Έτσι, μια μέρα, λέει στην αδερφή του: «Αδερφή μου, εγώ θα φύγω. Θέλεις σκάσε, θέλεις βράσε, θα φύγω. Πέθανα της πείνας». Κι έφυγε.
Όταν πήγε σπίτι του, τον ρώτησε ο δεύτερος αδερφός:
«Τι έκαμες;»
«Τι ήθελες να κάμω; πέθανα της πείνας και πήρα κι έφυγα».
«Θα πάω να δω κι εγώ», λέει ο δεύτερος αδελφός, κι αμέσως σηκώθηκε και πήγε κι αυτός στα συμπεθερικά. Μα ο παπάς κι η παπαδιά του κάμανε τα ίδια, κι έτσι, αναγκάστηκε κι αυτός να φύγει γρήγορα, για να μην πεθάνει από την πείνα.
Όταν γύρισε στο σπίτι του, τον ρώτησε ο τρίτος αδερφός:
«Λοιπόν, πώς τα πέρασες;»
«Κακά και ψυχρά. Πέθανα της πείνας!»
«Θα πάω κι εγώ», λέει τότε αυτός, «και θα δεις τι θα τους κάμω».
Έφυγε λοιπόν και πήγε στης αδερφής του. Υποδοχές τάχατες ο παπάς κι η παπαδιά, χαρές, καλωσορίσματα. «Σωπάτε κι έγνοια σας», έλεγε μέσα του αυτός.
Καθίσανε στο τραπέζι, φάγανε, ο παπάς έκαμε νόημα της παπαδιάς και σήκωσε γρήγορα το τραπέζι, πριν αποφάνε. Ο αδερφός της νύφης δε μίλησε. Είδε μονάχα πως βάλανε τα φαγιά μέσα στο κασόνι, και λέει της αδερφής του: «Περίμενε και θα δεις τι θα τους κάμω!»
Όταν ήρθε η ώρα να κοιμηθούνε, λέει της παπαδιάς:
«Εγώ, συμπεθέρα μου, θέλω να μου στρώσεις να κοιμηθώ πάνω στο κασόνι. Μ’ αρέσει η σκληραγωγία».
«Μπα σε καλό σου, συμπέθερε, θα κρυώσεις! Δεν κάνει να σ’ αφήσουμε να κοιμηθείς αυτού πάνω».
«Άκου που σου λέω εγώ, συμπεθέρα! Δεν έχω ανάγκη. Και στο σπίτι μου έτσι κοιμάμαι, πάνω στο κασόνι!»